Του Σταύρου Λυγερού
Όπως αναμενόταν, το ευρωπαϊκό ιερατείο επανέλαβε κατά
την τελευταία Σύνοδο Κορυφής τον εαυτό του. Μπορεί –με την εξαίρεση της
Βρετανίας και εν μέρει της Ουγγαρίας– οι ηγέτες των χωρών-μελών της ΕΕ
να αποδέχτηκαν το σχέδιο της Μέρκελ, που εμφανίστηκε σαν σχέδιο του
γαλλογερμανικού άξονα, αλλά αυτό δεν λέει πολλά. Και το αποδέχτηκαν όχι
επειδή συμφωνούν, αλλά....
επειδή φοβούνται πως οι χώρες τους μπορεί να απομονωθούν και να στοχοποιηθούν από τις Αγορές.
Στην
πραγματικότητα, η θεμελιώδης αρχή της ισοτιμίας των κρατών-μελών, που
έκανε το όραμα της Ενωμένης Ευρώπης ελκυστικό, είναι λειτουργικά νεκρή.
Στην Ευρωζώνη υπάρχει αφεντικό που αποφασίζει και επιβάλλει. Είναι
ενδεικτικό ότι, παρά την έλλειψη της αναγκαίας ομοφωνίας, το ευρωπαϊκό
ιερατείο έσπευσε να παρακάμψει το θεσμικό εμπόδιο και να δρομολογήσει
μία προβληματική διαδικασία ειδικής διακυβερνητικής συμφωνίας.
Το
χειρότερο είναι ότι το Βερολίνο αποφασίζει και επιβάλλει μία πολιτική, η
οποία ωθεί στην καταστροφή σε πρώτη φάση τους αδύναμους κρίκους, σε
δεύτερη την Ευρωζώνη και σε τρίτη την ίδια τη Γερμανία. Δεν είναι τυχαίο
ότι η ήδη μεγάλη δυσπιστία των Ευρωπαίων για τις γερμανικές προθέσεις
συνεχώς διογκώνεται και οξύνεται, γεγονός που υπονομεύει όχι μόνο την
προοπτική ενοποίησης, αλλά και τη δυνατότητα συλλογικής δράσης για την
υπέρβαση της κρίσης.
Αξίζει
να σημειωθεί ότι η στάση του Λονδίνου εξόργισε το γαλλογερμανικό άξονα,
αλλά όχι και την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη, όπως συνέβαινε όταν στο
παρελθόν η βρετανική πλευρά διαχώριζε τη θέση της και λειτουργούσε ως
ανασταλτικός παράγοντας. Αυτή τη φορά, η στάση του Κάμερον
αντιμετωπίστηκε σχεδόν σαν πράξη αντίστασης στο γερμανικό οδοστρωτήρα.
Αυτό
οφείλεται και στη διάχυτη εντύπωση ότι η πρόσφατη απόφαση του
Ευρωπαϊκού Συμβουλίου συντηρεί, αντί να επιλύει, την κρίση. Τα γεγονότα,
άλλωστε, έχουν αποδείξει πως οι προηγούμενες ήταν κατώτερες των
περιστάσεων και, ως εκ τούτου, αναποτελεσματικές. Αυτό ισχύει και για
την απόφαση του Ιουλίου και για την απόφαση του Οκτωβρίου. Αν κρίνουμε
από το περιεχόμενό της αλλά και από τις πρώτες αντιδράσεις των Αγορών,
την ίδια τύχη θα έχει και η απόφαση του Δεκεμβρίου.
Η
ιδιότυπη δημοσιονομική ομοσπονδοποίηση που δρομολογεί το σχέδιο της
Μέρκελ δεν συνιστά από μόνη της λύση στο πρόβλημα της Ευρωζώνης. Πιστοί
στον ιδιοτελή δογματισμό τους, οι Γερμανοί πιστεύουν ότι η ισχυρή νομική
κατοχύρωση του κανόνα των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών και οι αυστηρές
κυρώσεις για τους παραβάτες μπορούν να δημιουργήσουν συνθήκες
σταθερότητας. Βολεύονται να θεωρούν την κρίση προϊόν αποκλειστικά κακής
δημοσιονομικής διαχείρισης εκ μέρους των Νοτιοευρωπαίων. Αναμφίβολα,
κακή διαχείριση υπήρξε και γι’ αυτό κατέστησε τις χώρες της ευρωπαϊκής
περιφέρειας λιγότερο ή περισσότερο αδύναμους κρίκους. Η βασική αιτία της
κρίσης, όμως, είναι συστημική.
Η
Ευρωζώνη δεν ήταν ούτε μπόρεσε να γίνει από οικονομικής απόψεως
ομοιογενής. Το ευρώ ήταν ένα κοστούμι για διαφορετικά αναστήματα. Γι’
αυτό και το κοινό νόμισμα είχε πολύ διαφορετικές επιπτώσεις στις εθνικές
οικονομίες. Ο μεγάλος ωφελημένος είναι η γερμανική οικονομία, ως πιο
ανταγωνιστική. Η Γερμανία δεν θα είχε τα ίδια εμπορικά πλεονάσματα χωρίς
το ευρώ, επειδή η αναπόφευκτη ανατίμηση του μάρκου θα καθιστούσε τα
γερμανικά προϊόντα λιγότερο ανταγωνιστικά. Οι Γερμανοί αρέσκονται να
παρακάμπτουν το γεγονός ότι σε μεγάλο βαθμό τα γερμανικά πλεονάσματα
είναι τα ελλείμματα των χωρών της ευρωπαϊκής περιφέρειας.
Στις
ημέρες της δεκαετίας του 2010 και στο κλίμα της ευφορίας που
τροφοδοτούσε η χρηματοπιστωτική «φούσκα» την εποχή των «παχιών αγελάδων»
μπορεί όλ’ αυτά να είχαν επικαλυφθεί, αλλά η κρίση τα έβγαλε στην
επιφάνεια. Τώρα πια, αυτό που συγκρούεται είναι η πραγματικότητα με τα
στερεότυπα. Οι χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας εγκλωβίζονται σε μία
πολιτική που, στο όνομα της αυστηρής δημοσιονομικής πειθαρχίας, θα τις
βυθίσει ακόμα πιο βαθιά στο φαύλο κύκλο της ύφεσης. Η βύθιση αυτή της
ύφεσης εκτροχιάζει τη δημοσιονομική προσαρμογή, προκαλώντας ταυτοχρόνως
οικονομικά και κοινωνικά ερείπια.
Έτσι
όπως αφέθηκε να εξελιχθεί η κρίση, ο μόνος τρόπος για να ανασχεθεί η
πίεση των Αγορών είναι να μπει στη μάχη η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα,
εκδίδοντας ευρωομόλογα ή ακόμα και τυπώνοντας χρήμα. Αυτό θα έδινε τον
απαραίτητο χρόνο ούτως ώστε να πραγματοποιηθούν οι δομικές αλλαγές που
θα καθιστούσαν την Ευρωζώνη και μακροπρόθεσμα βιώσιμη.