I. Η ανακάλυψη της Πνευματικής Αλήθειας
Ανατράφηκα από οικογένεια μη θρησκευόμενη. Οι γονείς μου ήσαν αθεϊστές από τότε που ήμουν ακόμα παιδί, και επίσης πολύ δραστήριοι στον φιλελεύθερο-αριστερίζοντα πολιτικό χώρο. Το ενδεχόμενο να γίνω Χριστιανός δεν υπήρχε ούτε σαν σκέψη. Δεν γνώριζα κανένα Χριστιανό, και η Μητέρα μου ήταν μια πρώην
Ρωμαιοκαθολική που είχε γυρίσει την πλάτη της στην Εκκλησία και τον Χριστιανισμό.
Οι παιδικές χαρές και οι δρόμοι της πόλης που μεγάλωσα - λίγο έξω από την Νέα Υόρκη - με έμαθαν να παίζω σκληρή μπάλλα. Η ζωή ήταν για να την «αποκτήσεις». Η ζωή ήταν για να την «αρπάξεις», αν δεν σου δινόταν. Δεν υπήρχε κανένας σκοπός στη ζωή, έτσι, τα μόνα υπαρκτά πράγματα ήταν το «έχειν», το «αποκτάν», το «αρπάζειν» και το «κρατείν». Όλοι έμοιαζαν να το πρεσβεύουν αυτό, και να ζουν κατ' αυτόν τον τρόπο, έτσι και εγώ ποτέ δεν τον αμφισβήτησα. Το πρόβλημα ήταν πως ο εσωτερικός μου κόσμος ήταν γεμάτος από έντονη ανησυχία, ανασφάλεια, κατάθλιψη και απόγνωση. Είχα ήδη ξεκινήσει να καπνίζω, να πίνω και να κάνω χρήση μαριχουάνας. Στα 15 μου, έκανα χρήση LSD Μέχρι να κλείσω τα 16 η «δημοφιλής» ψυχαγωγία ήταν η ηρωίνη. Πολλοί από τους φίλους μου έγιναν ηρωινομανείς πριν κλείσουν τα 18 τους.
Στα 16 μου, με συνέλαβαν για κατοχή και πώληση μαριχουάνας. Οι γονείς μου αντιμετώπισαν το περιστατικό αυτό με την στάση της «σκληρής αγάπης» ...;.. πετώντας με έξω από το σπίτι. Ζούσα έκτοτε μέσα σε εγκαταλελειμμένα αυτοκίνητα και σε διαμερίσματα άλλων αλητόπαιδων που ήξερα. Αρκετοί από μας είχαμε λύσει τους δεσμούς μας με την οικογένεια και το σχολείο. Όταν κλήθηκα στο δικαστήριο, οι γονείς μου έλειπαν εκτός χώρας για τις διακοπές τους και ο δικαστής με άφησε ελεύθερο υπό όρους, με δική μου ευθύνη. Έπρεπε να εμφανιστώ στο δικαστήριο μετά από περίπου τέσσερις μήνες. Οι τέσσερις μήνες που ακολούθησαν ήταν εφιάλτης, και ένα ατέρμονο βύθισμα σε μια «μαύρη τρύπα» απόγνωσης.
Εν καιρώ, ξαναβρέθηκα με τους γονείς μου. Όταν επέστρεψα, διαπίστωσα πως τα πράγματα είχαν αλλάξει. Η Μητέρα μου είχε ενταχθεί στους Α.Α. (Ανώνυμους Αλκοολικούς) και είχε βιώσει ένα βαθύτατο πνευματικό «ξύπνημα» που άλλαξε την ζωή της. Διάβαζε τον Alan Watts και τον DT Suzuki και βιβλία όπως την Αιγυπτιακή Βίβλο των Νεκρών. Είχε αλλάξει η όψη της και η στάση της. Ήταν πιο ήρεμη, και πιο απαλή. Άρχισα να διαβάζω μερικά από τα βιβλία της, αφού τα τελείωνε η ίδια. Αμέσως ένοιωσα να με γοητεύει ο Βουδισμός Ζεν και ο Ινδουισμός, προπαντός η Βεντάντα. Αυτό που με «τραβούσε» στο Ζεν ήταν η εμπειρία «Σατόρι» όπου - αστραπιαία μεν, αλλά κατόπιν πολλής πνευματικής προεργασίας - κατορθώνει κανείς να «βλέπει», να «φωτίζεται», να «γνωρίζει την βαθύτερη ουσία των πραγμάτων». Όμως τελικά ελκύστηκα από τον Ινδουισμό, επειδή, ενώ προσέφερε παρόμοια εμπειρία «φωτισμού» ("Σαμαντι"), προσέφερε επίσης και μια προσωπική «θεότητα» (ή, για να είμαστε ακριβείς, πολλές θεότητες). Ο Βουδισμός Ζεν ήταν ένα πνευματικό μονοπάτι που θύμιζε κάτι σαν να εργαζόμαστε πάνω στον εαυτό μας μέσα σε ένα εύρυθμο, καθαρό εργαστήριο κλινικής. Ο Ινδουισμός ήταν πιο χαοτικός μεν, αλλά διέθετε ζεστασιά και χρώμα και - κάτι πολύ πιο σημαντικό για μένα - ένα προσωπικό θεό που μπορούσε κανείς να λατρέψει. Δεν ήμουν σίγουρος για ποιο λόγο αυτό είχε κάποια σημασία, πάντως είχε. Ήθελα να «φωτιστώ», αλλά είχα και την ανάγκη να γνωρίζω και να λατρεύω ένα Θείο Πρόσωπο, και ο Ινδουισμός μου προσέφερε και τα δύο. Τελικά, κατάλαβα πως φτιαχτήκαμε να λατρεύουμε τον Προσωπικό Θεό - τον Ιησού Χριστό - και πως η καρδιά μας δεν θα αναπαυθεί ποτέ, αν δεν το κάνουμε!
Βρήκα το «σπίτι» μου, στο Κέντρο Ramakrishna-Vivekananda της Νέας Υόρκης. Η ζωή μου άλλαξε ριζικά. Η ανακάλυψη πως ο «Θεός» υπάρχει, και πως επίσης υπάρχει κάποια «πνευματική πραγματικότητα» πέρα από τον πόνο και την δυστυχία της ζωής (πράγματα τόσο γνώριμα σ' εμένα), ήταν μια ανακάλυψη εντελώς λυτρωτική για μένα. Άφησα πίσω μου όλα όσα ήξερα παλιότερα, και έτρεξα με φόρα προς την καινούργια μου ζωή. Ο γκουρού (ο πνευματικός μου δάσκαλος) - ένας Ινδουιστής μοναχός, και η κεφαλή και ιδρυτής του Κέντρου Swami Nikhilananda - ήταν την εποχή εκείνη εβδομηντάχρονος και με πολύ εύθραυστη υγεία. Είχε συγγράψει πολλά καθοριστικά βιβλία περί Vedanta, περί Ινδουισμούandπερί του Sri Ramakrishna - τον μυστικιστή του 19ου αιώνα από την Βεγγάλη (Ινδία), ο οποίος ήταν πνευματικός «ηγέτης» του κινήματος αυτού στις Ηνωμένες Πολιτείες, στην Ευρώπη και την Ινδία. Το κίνημα Vedanta ήταν το πρεσβύτερο πνευματικό αδέρφι όλων εκείνων των κινημάτων της δεκαετίας του εξήντα, των οποίων τις πιο «δραματικές» και «επιδεικτικές» ομάδες εμείς τις βλέπαμε περιφρονητικά. Θεωρούσαμε τους εαυτούς μας «ορθόδοξους» Ινδουιστές!
Ο γκουρού μου ήταν ένας σοφός και ευγενικός σαν παππούς ανθρωπάκος. Αμέσως με εισήγαγε στον εσωτερικό του κύκλο (ένδειξη προνομίου, καθ' όσον κρατούσε τον περισσότερο κόσμο σε κάποια απόσταση), και έγινα ο προσωπικός του συνοδός. Αυτό είναι το ύψιστο προνόμιο για μαθητή, στις Ινδουιστικές σχέσεις μεταξύ γκουρού και μαθητή. Δεν γνωρίζω καμμία παρόμοια σχέση, σε οποιαδήποτε άλλη πνευματική παράδοση (πλην της σχέσεως πνευματικού πατρός - πνευματικού τέκνου στον Άθωνα). Ο μαθητής οφείλει να βλέπει τον Θεό στο πρόσωπο του γκουρού του, και να τον υπηρετεί υπάκουα, σαν να είναι ο Θεός ο ίδιος. Μέσω μιας τέτοιας υπηρεσίας και υπακοής -όπως μας διδάσκουν- μαθαίνει κανείς πώς να υπηρετεί τον Θεό, διότι, αν δεν μπορούμε να υπηρετήσουμε τον πνευματικό μας πατέρα (που είναι σάρκα και αίμα), δεν θα μπορούμε να υπηρετήσουμε τον Θεό, που είναι πνεύμα.
Τα καλοκαίρια, στο «ασράμ» (μοναστήρι) του Κέντρου στο ΠάρκοThousand Islandτης Νέας Υόρκης, πάλι ήμουν ο προσωπικός συνοδός του Swami. Κοιμόμουν πάνω σε ένα καναπέ στο διπλανό δωμάτιο από το δικό του για να του παρέχω την βοήθειά μου κατά την διάρκεια της νύχτας, με καλούσε δε, με μια κουδούνα αγελάδας που είχε ο Swami, στο τραπεζάκι δίπλα στο κρεβάτι του! Ήταν βέβαια υπέργηρος και πολύ εύθραυστος, και συχνά έπεφτε καθώς πήγαινε στο μπάνιο, γι' αυτό και τον βοηθούσα να σηκώνεται και να ξαναξαπλώνει στο κρεβάτι του κάμποσες φορές κατά την διάρκεια της νύχτας, ή του κρατούσα συντροφιά -συνήθως αμίλητα- όταν τον έπιαναν οι τακτικές του κρίσεις αϋπνίας.
Οι μέρες των καλοκαιριών μας γέμιζαν με αναγνώσματα, ατομική προσευχή και διαλογισμό, με μακρινούς περίπατους και με puja(άσματα και προσευχές και λατρεία) τα απογεύματα, σε μια «αίθουσα puja». Μυήθηκα από τον Swami, το πρώτο κιόλας καλοκαίρι, στο ασράμ αυτό, στην πνευματική «γενεαλογία» του Sri Ramakrishna και της Sri Sarada Devi (της «συζύγου» του). Ο Swamiείχε «μυηθεί» από την Sri Sarada Devi όταν ήταν έφηβος, η οποία μάλιστα είχε προβλέψει (πολύ πριν εκείνος να πάρει την απόφαση) πως θα γινόταν μοναχός στο «Τάγμα» τουRamakrishna. Η διαδικασία της «μύησης» είναι μια προσωπική τελετή, ανάμεσα στον γκουρού και τον μαθητή του, όπου αφιερώνεται κανείς στον γκουρού του, και στον γκουρού του γκουρού, και στον γκουρού του γκουρού του γκουρού του ...; επ΄ άπειρον!! Στην ουσία, «μυείται» κανείς στο πνευματικό γενεαλογικό δέντρο του γκουρού και των πνευματικών του προγόνων. Γίνονται προσφορές, ψάλλονται άσματα (στα Σανσκριτικά), και διδάσκεται ο μυούμενος πώς να κάνει διαλογισμό με την βοήθεια ενός mantra (μια Σανσκριτική λέξη, ή το όνομα της προσωπικής μας θεότητας, συνήθως ακολουθούμενη από την λέξη «ΟΜ»). Ο Ινδουιστικός διαλογισμός αποτελείται από διαλογισμό και επανάληψη ενός mantra. Στην γιόγκα τύπου bhakti(λατρεία μιας προσωπικής θεότητας), εστιάζει κανείς σε μια εικόνα της θεότητάς του, στην συνέχεια την φαντάζεται αυτή την εικόνα μέσα στον «λωτό» της καρδιάς του, και, με μάτια κλεισμένα, καθισμένος σε στάση «λωτού» επαναλαμβάνει συνεχώς το mantraτου. Διδασκόμαστε πως μετά από ένα τέτοιο διαλογισμό, μέσω κάθαρσης, κατορθώνει κανείς να διαπεράσει τις στρώσεις των «Maya» ή της οντολογικής πλάνης, και ανακαλύπτει τον «αληθινό εαυτό» του. Αυτός ο «εαυτός» ταυτίζεται με την προσωπική μας θεότητα, με την οποία είναι κανείς σε πνευματική και οντολογική ενότητα («τα πάντα είναι ένα).
Ο Ινδουισμός Vedanta διδάσκει πως όλες οι θρησκευτικές παραδόσεις, από την πιο απλοϊκή μέχρι και την υψηλότερη μορφή τους, δείχνουν προς τον ένα Θεό - τον «Βράχμα» - ο οποίος είναι πέρα από ονόματα, μορφές, περιγραφές και γνώσεις. Οι «θεότητες» είναι απλώς οι «μορφές» που προσλαμβάνει αυτός ο «Βράχμα» χάριν του ελέους του προς τον πιστό, ο οποίος χρειάζεται μια τέτοια «μορφή» για προσκύνηση, λόγω της περιορισμένης του δυνατότητας διάκρισης !! Έτσι, καμμία «θεότητα» - ή «ενσάρκωση του Θεού» όπως τις αποκαλούν! - δεν είναι οντολογικά ανώτερη από την άλλη. Ο Βράχμα-Θεός παίρνει το σχήμα και την μορφή που χρειάζεται κανείς, ανάλογα με το στάδιο της πνευματικής του προόδου, της κουλτούρας, κλπ. Υποτίθεται πως ο Sri Ramakrishna το είχε βιώσει ο ίδιος αυτό, έχοντας δει την «ενότητα» όλων των θεοτήτων μέσα στον Βράχμα, κατά την διάρκεια των εμπειριών «Samadhi». Διδασκόταν πως ο Χριστός ήταν «μια» ενσάρκωση του Θεού, όπως ήταν και ο Βούδας, ο Κρίσνα, ο Ραμακρίσνα, ο Μωάμεθ, κλπ. Φυσικά, εμείς πιστεύαμε πως η «δική μας» θεότητα και μονοπάτι (οSri Ramakrishna) ήταν η πιο φωτισμένη θεότητα και ο πιο ευθύς δρόμος για την απόκτηση φωτισμού. Στην ουσία όμως, ο Ινδουισμός είναι «οικουμενικός» - κάτι που δυσκολεύει τα πράγματα, σε σχέση με τον Χριστιανικό ευαγγελισμό («Ναι, φυσικά, ο Χριστός είναι ένας θεός, αλλά εξ ίσου θεός είναι και ο Κρίσνα μου»).
Στην «αίθουσα puja» του δικού μας ασράμ - και προκειμένου να μένουμε πιστοί στην «οικουμενική» αυτή προσέγγιση - υπήρχαν εικόνες ποικίλων θεοτήτων στους τοίχους της. Θυμάμαι τον Βούδα να κάθεται σε στάση λωτού, τους Krishna and Arjuna(Bhagavad-Gita) επάνω στα ιππήλατα άρματά τους στο πεδίο της μάχης, και τον Χριστό επάνω στον Σταυρό. Υπήρχαν διάφορες εικόνες του Sri Ramakrishna, της Sri Sarada Devi και του Swami Vivekananda επάνω στον βωμό, και η δική μας τελετή pujaαπευθυνόταν σ' αυτούς. Η τελετή Puja είναι μια πολύ ζωηρή εμπειρία, με κεριά, με κουδούνια, με θυμίαμα, με καύση ghee(φυτικό βούτυρο), άσματα και μετάνοιες. Οι μοναχοί φορούν χιτώνες στο χρώμα της ώχρας. Κάθε μαθητής λαμβάνει ένα «κομποσκοίνι» που το χρησιμοποιεί όταν τελεί το mantra του, και ο γκουρού δίνει στον μαθητή του ένα προκαθορισμένο αριθμό επαναλήψεων τουmantra. Υπάρχει επίσης και η διαδικασία διαλογισμού, η οποία μπορεί να διαρκέσει και ώρες για τους έμπειρους.
Η τελετή puja συνήθως διαρκεί μία ώρα, και οι μοναχοί παραμένουν σε κατάσταση διαλογισμού για περισσότερη ώρα. Διαλογίζονται με τον τρόπο αυτό αρκετές φορές την ημέρα, με διακοπή για γεύματα χορτοφάγων, για μελέτη ή/και για εργασία.
Πρέπει να έχετε υπ' όψιν σας ότι ο Ινδουισμός ήταν η μόνη θρησκεία που είχα γνωρίσει. Δεν γνώριζα τίποτα για τον Χριστιανισμό, παρά μόνο όσα είχα διαβάσει για αυτόν, μέσα στα Ινδουιστικά βιβλία. Τα βιβλία αυτά δίδασκαν μια «Ινδουιστικοποιημένη» εκδοχή του Ιησού Χριστού, παρουσιάζοντάς Τον ως μια από τις πολλές «ενσαρκώσεις» του Θεού, και ως «ένα εντελώς ολοκληρωμένο Όν».
Ήμουν ολότελα δοσμένος στην Ινδουιστική πίστη. Επιθυμούσα να γίνω μοναχός σαν τον γκουρού μου, και να γίνω ένας Αμερικανός μοναχός του ΤάγματοςRamakrishna. Έτσι, αυτό που μου συνέβη δεν ήταν διόλου κάτι που προξένησα εγώ, ή που ήθελα να συμβεί. Αλλά συνέβη, και ήταν ως εξής:
Ξεκινώντας τον διαλογισμό, άρχισα να φαντάζομαι την «θεότητά» μου μέσα στην καρδιά μου. Ώρες-ώρες η καρδιά μου ήταν ολόθερμη από αγάπη και αφοσίωση στην θεότητά μου, αλλά τις περισσότερες στιγμές ήταν ψυχρή, ή εγώ ήμουν αφηρημένος. Τελικά, ο νους μου ταξίδευε αλλού και αναγκαζόμουν να ανοίξω τα μάτια μου και να προσπαθήσω να ξανασυγκεντρωθώ, εστιάζοντας το βλέμμα μου επάνω στον βωμό και τις φωτογραφίες του Sri Ramakrishna. Περιέργως όμως, το βλέμμα μου «ταξίδευε» προς την εικόνα του Εσταυρωμένου Χριστού που ήταν κρεμασμένη στον τοίχο. Κάτι υπήρχε στην εικόνα εκείνη που καθήλωνε το βλέμμα μου ...; Ένοιωθα σαν να με τραβούσε κάποιος πνευματικός μαγνήτης, και πως με πήγαινε στο τοπίο που απεικονιζόταν η Σταύρωση ...;. Ένοιωθα πως στεκόμουν δίπλα στην Αγία Παρθένο και τους Αποστόλους, κάτω από τον Σταυρό ...;.. Βούρκωσαν τα μάτια μου (δεν είχα ιδέα γιατί). Με κατέκλυσε μια απίστευτη αίσθηση θλίψης και απώλειας, που δεν είχα νοιώσει ποτέ στη ζωή μου ...;. Ένοιωθα περίεργα συνδεδεμένος με αυτόν τον σταυρωμένο άνθρωπο, κατά τρόπο εντελώς ανεξήγητο για μένα ...;. Άλλαξα θέση, για να μην μπορώ να βλέπω την εικόνα. Αρνήθηκα να επιτρέψω στον νου μου να ξαναγυρίσει σε εκείνη την εικόνα που είδα μέσα στο μυαλό μου. Όμως η εικόνα αυτή επέστρεψε, και εγώ ένοιωσα μια «ζεστασιά» μέσα στην καρδιά μου, και μια «γαλήνη» και «χαρμολύπη» με την σκέψη και μόνο του Χριστού, που δεν είχα γνωρίσει ποτέ άλλοτε. Επιζητούσα να έχω τον Χριστό στον διαλογισμό μου, και όχι τον Ramakrishna!
Η εμπειρία αυτή δεν συνέβη μία ή δύο φορές, αλλά πάρα πολλές φορές. Μάλιστα έφτασε σε τέτοιο σημείο το φαινόμενο, που μίλησα για αυτό στον Swami. Τον ρώτησα: «Αφού ο Βράχμα παίρνει πολλές μορφές και σχήματα, υπάρχει κανένας λόγος να μην επιλέγει κανείς τον Χριστό ως την προτιμώμενή του θεότητα;» Ξαφνιάστηκε από την ερώτησή μου. Μετά από μια παρατεταμένη σιωπή, μου απάντησε: «Η θεότητά σου είναι ο Ramakrishna. Δεν προοδεύει κανείς πνευματικά, μεταπηδώντας από την μία θεότητα στην άλλη.» Η απάντηση αυτή δεν με ικανοποίησε και πολύ, επειδή δεν είπε πως ο Χριστός δεν μπορεί να είναι η θεότητα κάποιου, αλλά πως δεν μπορούσε να είναι η δική μου θεότητα!
Πέρασα εκείνο το καλοκαίρι σε κατάσταση σύγχυσης, καθώς οι δύο εκείνες εικόνες μάχονταν μέσα μου για την υπεροχή. Ήμουν ένας Ινδουιστής, είχα μυηθεί από τονSwami Nikhilananda, όμως ένοιωθα να με τραβάει περισσότερο ο Ιησούς Χριστός, και ας μην είχα διαβάσει τις Γραφές, ας μην είχα πατήσει ποτέ μέσα σε εκκλησία, ας μην είχα την παραμικρή γνώση περί δόγματος ή θεολογίας. Απλώς Τον αγαπούσα, και ήμουν σίγουρος πως Εκείνος με καλούσε να Τον ακολουθήσω. Σκέφτηκα (σκανδαλωδώς!) πως, ενώ ο Ramakrishnaήταν ένα υπερβολικά εξελιγμένο ον, δεν ήταν στην πραγματικότητα Θεός. Κατά κάποιον τρόπο, πίστεψα (μη με ρωτάτε πώς έγινε: ήταν μάλλον το Έλεος και η Χάρις του Θεού, δια του Αγίου Πνεύματος) πως ο Ιησούς Χριστός ήταν ο Υιός του Θεού. Όμως είχα διαμορφωθεί ως Ινδουιστής, και χρειάστηκαν πολλά χρόνια μέχρι να καταλάβω και να αποδεχθώ την Βιβλική εξήγηση περί Χριστού. Έπρεπε να ξε-μάθω όσα είχα μάθει. Αυτό το «ξε-μάθημα» και το «ξανα-μάθημα» ήταν μια διαδικασία πολλών ετών ...;.
II. Ο μακρύς και στριφογυριστός δρόμος
Το «ταξίδι» μου άρχισε με την «προσευχή του Ιησού». Να πώς έγιναν τα πράγματα. Όταν αποφοίτησα από το κολλέγιο - και στην συνέχεια απομακρύνθηκα από την θρησκευτική πίστη και πειραματίστηκα ξανά με ολόκληρη σειρά από αμαρτωλά πράγματα - επέστρεψα στην πόλη της Νέας Υόρκης για να παρακολουθήσω μεταπτυχιακές σπουδές στην δημοσιογραφία. Η καρδιά και η ψυχή μου ήσαν ανήσυχες και ταραγμένες μέχρι τα τρίσβαθά τους. Πάθαινα κρίσεις πανικού τόσο σοβαρές, που συχνά κατέληγα στα επείγοντα περιστατικά του νοσοκομείου. Στην συνοικία Greenwich Village ήταν ένα πολύ γνωστό βιβλιοπωλείο για θέματα μεταφυσικής το οποίο επισκεπτόμουν πάρα πολύ συχνά (και στο οποίο εργάστηκα για ένα μικρό διάστημα). Διέθεταν μια απέραντη επιλογή βιβλίων μεταφυσικής, μυστικισμού, αποκρυφισμού, αστρολογίας, μαύρης μαγείας και σατανικών τελετών, Ινδουισμού, Βουδισμού, Ισλάμ, Σουφισμού και Χριστιανισμού (όλων των αποχρώσεων). Εγώ αναζητούσα βιβλία με θέμα τον «μυστικιστικό» Χριστιανισμό, και (Θεού θέλημα ήταν, σίγουρα) εντόπισα την Φιλοκαλία - Λόγοι των πρώιμων Πατέρων περί της Νοεράς Προσευχής». Ποτέ μέχρι τότε δεν είχα γνωριστεί με τον Χριστιανισμό της Ανατολής, ούτε με την «καρδιακή προσευχή». Το μεγαλύτερο μέρος της γλώσσας και της θεολογικής ορολογίας μου ήσαν εντελώς ξένα, αλλά, παρά ταύτα, ταυτίστηκα με την προσευχή και την βασική προϋπόθεση να τηρεί κανείς την προτροπή του Αποστόλου Παύλου να «προσεύχεσθε αδιαλείπτως» (Θεσσαλονικείς Α, 5:17). Άρχισα να λέω την Προσευχή μόλις τελείωσα την ανάγνωση του πρώτου κεφαλαίου, και συνέχισα να λέω την Προσευχή από εκείνη την στιγμή και μετά. Είμαι πλέον πεπεισμένος πως ο Χριστός - μέσω της ιδιαίτερα καθαγιασμένης αυτής Προσευχής - με οδήγησε τελικά να Τον βρω στην πληρότητά Του, μέσα στην Αγία Του Ορθόδοξη Εκκλησία. Το «ταξίδι» μου προς την Ορθόδοξη Εκκλησία απαρτίστηκε από δύο διακριτές φάσεις, με τον Ίδιο τον Χριστό να με ελκύει όλο και πιο κοντά Του.
Η πρώτη φάση ήταν η κατηχητική μελέτη του Ρωμαιοκαθολικισμού. Με ενέπνευσε προς αυτήν την κατεύθυνση ο Dom Thomas Merton(του "Seven Story Mountain"), ο οποίος είχε επίσης σπουδάσει στο Πανεπιστήμιο της Columbia, όπου εγώ παρακολουθούσα τα μεταπτυχιακά μου (εκείνος είχε ήδη πεθάνει τότε). Είχε και εκείνος ζήσει μια «απειθάρχητη» ζωή πριν γίνει Ρωμαιοκαθολικός, και εν καιρώ έγινε ιερομόναχος του Τάγματος των Τραππιστών (είχα αναρωτηθεί, μήπως αυτό ήταν και ο δικός μου προορισμός). Ο Καθολικισμός του ήταν εμποτισμένος από ανατολική πνευματικότητα (Βουδισμό και Ινδουισμό). Μου φάνηκε σαν κάτι που θα μου ταίριαζε, μιας και ο δικός μου προσανατολισμός ήταν ο ίδιος. Ξεκίνησα επίσημη κατήχηση στην ίδια ενορία που έλαβε την δική του ο Merton, χρόνια πριν (στην εκκλησία Christi Church). Όμως, αντί να μεγαλώνει η έλξη προς τον Χριστό μέσα από την Εκκλησία, η κατήχηση μου φάνηκε μάλλον βαρετή, και για να είμαι ειλικρινής, καταθλιπτική. Έμοιαζε να εστιάζει περισσότερο στην αμαρτία (μέχρι που έχουν «κατηγορίες» αμαρτιών - τις συγχωρητέες και τις θανάσιμες) και στον εξευμενισμό της οργής του Θεού με την μεσολάβηση της Εκκλησίας. Ο Ρωμαιοκαθολικισμός (και γενικότερα η Δύση, όπως αργότερα διαπίστωσα) είναι βαθύτατα επηρεασμένη από τον Αυγουστίνο (ειδικά οι «Εξομολογήσεις»), και, ενώ μετά βεβαιότητας ταυτιζόμουν με την δική του συναίσθηση συντριπτικής ντροπής και προσωπικής αμαρτωλότητας, δεν βίωνα την αντισταθμιστική «χαρά» μέσα στην Καθολική Εκκλησία. Μου ήταν αδύνατον να «χωνέψω» την εικόνα ενός Θεού-Πατέρα που έμοιαζε με θυμωμένο Κριτή (όπως Τον σκιαγραφεί ο Αυγουστίνος), ένας πνευματικός χαρακτηρισμός που απουσιάζει από τον Ινδουισμό. Ο Καθολικισμός φάνταζε «μεσαιωνικός», «σκοτεινός», και «νομικίστικος». Οι «στρώσεις» που βίωσα ανάμεσα στην Εκκλησία και την «άμεση» σύνδεση με τον Χριστό έμοιαζαν ανυπέρβλητες. Η «καρδιά» μου και ο «νους» μου βρίσκονταν σε δύο διαφορετικά στρατόπεδα. Σταμάτησα την κατήχηση, μία εβδομάδα πριν βαπτιστώ ως Ρωμαιοκαθολικός.
Η ειρωνεία της υπόθεσης είναι πως, ενώ συνέχιζα να λέω την «καρδιακή προσευχή» (η πεμπτουσία της Ανατολικής Χριστιανικής προσευχής) καθ' όλη την διάρκεια της κατηχητικής διαδικασίας, ποτέ δεν ταυτίστηκα με καμία από τις δύο Ορθόδοξες ενορίες (Ελληνική και Ρωσική) που υπάρχουν μέσα στην πόλη. Πιθανόν να μην ήμουν έτοιμος. Μόνο ο Θεός γνωρίζει το γιατί.
Η δεύτερη φάση του «ταξιδιού» μου ήταν ένας χαρισματικός Ευαγγελικός Προτεστάντης. Η φάση αυτή ξεκίνησε από ένα Σαββατοκύριακο, όταν είχα κλειδωθεί μέσα στο διαμέρισμά μου για να προσευχηθώ και να νηστέψω. Είχα αποφασίσει πως χρειαζόμουν να έχω μια «άμεση εμπειρία του Θεού», και να ρωτήσω τον ίδιο τον Θεό αν ο Χριστός ήταν πράγματι ο «Μονογενής Υιός Του», και όχι απλώς «ένας των πολλών θεών». Ακόμα πάλευα με αυτή την απορία. Για να δυσκολέψουν ακόμα περισσότερο τα πράγματα, διαγνώστηκα με υπογλυκαιμία βαρειάς μορφής (προ-διαβητικής μάλιστα), και είχα τάση προς ναυτία και πονοκεφάλους, και χειροτέρευα ακόμα περισσότερο όταν δεν έτρωγα τακτικά. Όμως λογάριασα πως πιο σπουδαίο από την σωματική μου ευρωστία ήταν να μάθω την απάντηση στο ερώτημα (αν ο Χριστός είναι ο Ένας και Μόνος Αληθινός Θεός). Έτσι απείχα από φαγητά, διάβαζα το Κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο, προσευχόμουν και ικέτευα με όλη μου την δύναμη τον ακόμη «άγνωστο Θεό», για διευκρινίσεις και κατεύθυνση. Σχεδόν θαυματουργικά (για μένα) δεν σημειώθηκε κανένα επεισόδιο υπογλυκαιμίας. Ένοιωθα μια απέραντη γαλήνη. Πιο σημαντικό όμως, ήταν που έλαβα μια ολοκάθαρη απάντηση μέσα στην «καρδιά μου». Εξήλθα από τον εγκλεισμό του Σαββατοκύριακου «γνωρίζοντας» πως ο Ιησούς Χριστός ήταν του Θεού ο «μονογενής», και πως οι άλλοι «θεοί» ήσαν προβολές της ανθρώπινης ανάγκης για τον Θεό, χωρίς όμως να είναι πραγματικά ο Θεός. Ήταν μια τεράστια πνευματική αποκάλυψη για μένα αυτό το συμβάν. Τώρα έμενε το ερώτημα: «Τι κάνω με την πληροφορία αυτή;»
Μέρος του «πακέτου» των πληροφοριών που φάνηκε να συνοδεύει αυτήν την «προσωπική αποκάλυψη» (δεν ήξερα πώς αλλιώς να το ονομάσω) ήταν μια ιδέα που ποτέ πριν δεν είχε περάσει από το μυαλό μου. Ήταν μια «ήσυχη, μικρή φωνή», που με παρότρυνα να βρω μια Εκκλησία που είναι «πλήρης Πνεύματος». Ούτε καν γνώριζα τι σημαίνει το «πλήρης Πνεύματος» (δεν ήταν «πλήρης πνεύματος» όλες οι Χριστιανικές Εκκλησίες.
Ρωτούσα και αναζητούσα παντού, και, μιας και ήταν η ανοδική περίοδος της «χαρισματικής αναβίωσης», η έννοια του «πλήρης πνεύματος» συσχετίστηκε με τις χαρισματικές Προτεσταντικές και Καθολικές εκκλησίες. Με κατεύθυναν προς μια χαρισματική Πρεσβυτεριανή Εκκλησία (που σύντομα αποκόπηκε από την οργάνωση). Ο πάστορας ήταν ένας υπέροχος άνθρωπος, όπως ήταν και οι «πρεσβύτεροι» (εκ των οποίων ο ένας συνεχίζει να είναι από τους καλύτερούς μου φίλους). Με καθοδήγησαν μέσα από την «Προσευχή του Αμαρτωλού», όπου αναγνώρισα τις πολλές μου αμαρτίες και δήλωσα την επιθυμία μου να γίνει ο Χριστός ο Σωτήρας και Κύριος της ζωής μου, και δέχθηκα «Ιησού Χριστό μέσα στην καρδιά μου». Έγινε αποδεκτό πως είχα «σωθεί», εδώ και τώρα, και πως θα τρύγιζα όλα τα βραβεία που αφηγείται η Αγία Γραφή, τα οποία ο Θεός επιφύλασσε ειδικά για μένα. Μου έλεγαν πως τα λόγια της Γραφής είχαν γραφτεί ειδικά για μένα (χάρις στην προγνωστικότητα του Θεού, υπέθεσα) και πως έπρεπε να διαβάζω την Γραφή με αυτή την λογική. Ήταν το «εγχειρίδιο του ιδιοκτήτη», για μένα, από τον Θεό! Προσπάθησα σκληρά να τα δεχθώ όλα αυτά - περισσότερο για να μην «γρουσουζέψω» την ...;.συνταγή της Σωτηρίας - αλλά διατηρούσα τις αμφιβολίες μου: «Αυτό ήταν όλο;» ...;.«Τι γίνεται με όλους τους πονηρούς λογισμούς και τις κακές συμπεριφορές με τις οποίες παλεύω;» ...;.. «Θα γίνω έτσι αυτόματα 'Χριστοειδής', δια της πνευματικής 'όσμωσης';» ...;. «Δεν χρειάζεται εγώ να κάνω κάτι;» ...;. «Είναι δυνατόν, ένα τόσο σοβαρό ζήτημα να είναι τόσο εύκολο;» ...;.
Και όμως, με διαβεβαίωναν όλοι αυτοί οι άριστοι άνθρωποι με τα θεολογικά τους διπλώματα, πως ουσιαστικά, αυτό ήταν όλο που χρειαζόταν για την πλήρη, ολοκληρωτική και τελική «σωτηρία»Ω πως όλα έγιναν για μένα, και αποδόθηκαν σε μένα, από την δικαιοσύνη του Χριστού. Το μόνο που χρειαζόταν να κάνω, ήταν να «παραμείνω μέσα στον Λόγο», που σημαίνει την γραπτή Αγία Γραφή. Ήμουν τόσο σίγουρα στον δρόμο για τον ουρανό, όσο σίγουρα θα ανέτειλε ο Ήλιος στην Ανατολή (το εννοούσαν αυτό ειλικρινά, και δεν υπαινίσσομαι κάτι ειρωνικά).
Όμως το επόμενο βήμα ήταν να βιώσω «το σημείο της πληρότητος του Πνεύματος», το οποίο ήταν η «γλωσσολαλιά». Αυτό συνέβη κατά την διάρκεια μιας «λειτουργίας», αφού είχα «σωθεί». Κάποιοι άρχισαν να προσεύχονται με ακαταλαβίστικα λόγια και τραυλίζοντας, και με ενθάρρυναν να τους συνοδεύσω και εγώ. Το έκανα. Εδώ που τα λέμε, ποτέ δεν «μπήκα στο νόημα» -στα 15 χρόνια ως χαρισματικός- του «γλωσσικού πράγματος» (δηλαδή, γιατί είχε τόση σημασία, πώς σε «διαμόρφωνε» ως Χριστιανό, ή ποιος ήταν ο σκοπός του, αφού κανείς άλλος δεν καταλάβαινε τι έλεγαν). Απλώς μου έλεγαν να «συμπλεύσω» με αυτό, διότι ήταν θέλημα και σκοπός του Θεού, όπως ήταν και η Πεντηκοστή, στο δεύτερο κεφάλαιο των Πράξεων. Μου έλεγαν πως έτσι φανέρωνε τον Εαυτόν Του, μέσω ημών, το Άγιο Πνεύμα του Θεού, μόνο που αυτό υπερέβαινε τον ορθολογισμό των σκέψεών μου. Ακουγόταν κάπως μυστηριώδες, πράγμα που δεν με ενοχλούσε.
Η σωματική θεραπεία και η προσευχή για σωματική θεραπεία ήταν επίσης μεγάλο πράγμα. Μας μάθαιναν, ξανά και ξανά, πως η λύτρωση του Χριστού - η βασιλεία του Θεού - που ήταν ήδη εδώ, και χρειαζόταν μόνο να «απαιτηθεί», συμπεριελάμβανε την θεραπεία της ψυχής ΚΑΙ του σώματος. Προσευχόμασταν για την θεραπεία κάθε είδους, και για τους πάντες: πονοκεφάλους, φαλακρότητα, κρυολογήματα, πονόλαιμους, ισχυαλγίες ...; Τελούσαμε «χειροθεσίες», προσευχόμασταν, με γλωσσολαλιά και με δικά μας λόγια: «Πατέρα Θεέ, θεράπευσε αυτό ή εκείνο, Πατέρα, ευλόγησε αυτό ή εκείνο, Πατέρα, ελευθέρωσε τον αδελφό μας από αυτό ή εκείνο ...;» Βρισκόμουν ήδη μέσα (στην Βασιλεία) και τώρα απλώς έπρεπε να αντλώ από τα άπειρα οφέλη και την δύναμη του Χριστού και του Αγίου Πνεύματος. Κατά κάποιον τρόπο, φάνταζε πως η έλλειψη θεραπείας οφειλόταν στο ότι δεν ήταν αρκετά δυνατή η πίστη σου, αν δεν θεραπευόσουν.
Εν τω μεταξύ, είχα νυμφευθεί την όμορφη σύζυγό μου, την Κολήν, και μαζί της ήταν και η κόρη της (μου), η Τζένιφερ. Μετακινούμασταν αρκετά λόγω της δουλειάς μου, αλλά πάντοτε πηγαίναμε στις χαρισματικές Ευαγγελικές εκκλησίες, η οποίες είχαν μεν ευαγγελική θεολογία, όμως με Πεντηκοστιανή εμπειρία. Καταλήξαμε στην νότιο Καλιφόρνια, όπου ριζώσαμε για τα καλά. Παράλληλα αρχίσαμε να πηγαίνουμε σε μια από τις πιο «καυτές» χαρισματικές Ευαγγελικές εκκλησίες της περιοχής. Η εκκλησία αυτή γέννησε ένα εθνικό και διεθνές κίνημα, και εμείς «εκκλησιαζόμασταν» στην «εκκλησία-έδρα» (στην πραγματικότητα ήταν η αίθουσα συνελεύσεων ενός γυμνασίου), στην περιοχήAnaheim Hills της Καλιφόρνιας. Ο ανώτατος Πάστορας φορούσε μια πολύχρωμη Χαβανέζικη φανέλλα, και είχε υπάρξει κάποτε επαγγελματίας μουσικός, έχοντας παίξει στο πιάνο για το συγκρότημα "The Righteous Brothers" της δεκαετίας του εξήντα. Της λατρείας της εκκλησίας αυτής ηγείτο μια «ομάδα λατρείας», αποτελούμενη από ηλεκτρική μπάντα και τραγουδιστές. Η μουσική τους ήταν σύγχρονη, και κάποια κομμάτια ήταν μάλιστα αρκετά «φορτισμένα» συναισθηματικά, και συγκινητικά. Η τελετή, εντελώς αλλιώτική από αυτές που είχαμε συνηθίσει, διαρκούσε πάρα πολύ ώρα, και μετά ακολουθούσε το μάθημα της Γραφής. Κατόπιν, είχαν μια επί πλέον ώρα μετα-λειτουργικής και εντελώς χαοτικής «διακονίας», όπου ο κόσμος πήγαινε στον μπροστινό χώρο και έκανε ότι του ερχόταν, από το να «ξανα-αφιερώνεται» στον Χριστό (κάτι που και εμείς κάναμε, ξανά και ξανά ..., να προσεύχονται ο ένας για τον άλλον, να προφέρουν «λόγια προφητείας» ...;. Οι άνθρωποι δάκρυζαν με λυγμούς, έκλαιγαν, έτρεμαν, κατέρρεαν στο πάτωμα, μιλούσαν με «γλώσσες», και αυτό το πράγμα συχνά διαρκούσε και μία ώρα μετά την λήξη της τυπικής λειτουργίας. Μετά όλοι έφευγαν, και πήγαιναν για το μεσημβρινό τους γεύμα.
Είχαμε φτάσει σε σημείο να είμαστε συνηθισμένοι σε αυτό το είδος «εκκλησίας» και, μιας και δεν είχα μελετήσει εκκλησιαστική ιστορία, δεν είχα και κανένα σημείο αναφοράς για να αποφασίσω αν αυτός ήταν ο τρόπος που έπρεπε να λειτουργεί μια εκκλησία. Όμως στο διάστημα αυτό, που είχαμε γίνει οικοδεσπότες σε συνάξεις, δάσκαλοι κατηχητικών, και μπλεγμένοι σε ένα σωρό άλλες «διακονίες», ένοιωθα πως η «εσωτερική ζωή» μου δεν συμβάδιζε με την «εξωτερική». Συνέχιζα να παλεύω με διάφορες σκέψεις, ορμές, και συμπεριφορές που επιζητούσα μεν να ξεπεράσω, αλλά δεν φαινόταν να μπορούσα. Σε ποιόν να μιλούσα; Πώς έγιναν «άγια» η εσωτερική και η εξωτερική μου ζωή; Κανείς δεν φαινόταν να γνωρίζει. Ξέρω πως ο Χριστός είχε πει «να γίνετε τέλειοι, όπως ο Πατέρας σας στον ουρανό είναι τέλειος», και επίσης ήξερα πως αυτό δεν είχε συμβεί. Έκανα όλα «τα πράγματα» που μας έλεγαν πως κάνουν οι «σωσμένοι», όμως η εσωτερική μου ζωή παρέμεινε ένα χάος. Κάπου υπήρχε μια αποσύνδεση ...;.
Αυτό που με έκανε τελικά να αρχίσω να σκέφτομαι, ήταν η αυξανόμενη «παλαβομάρα» σε ορισμένα πράγματα που συνέβαιναν στο κίνημα της εκκλησίας μας. Η φάση αυτή αποκορυφώθηκε για μένα, κατόπιν μιας επίσκεψης από δάσκαλο που είχε διακονία που ονομαζόταν «η διακονία του γέλιου». Ανέβαινε στον άμβωνα, και άρχιζε να μιλάει σαν κωμικός «stand up» (όρθιος, εν κινήσει) και μάλιστα σε νυχτερινή, Κυριακάτικη λειτουργία! Σε λίγο, γέμισε ο ναός με δυνατά κραυγαλέα γέλια και υστερικούς λαρυγγισμούς. Όταν έδειχνε με το δάχτυλο προς κάποιο σημείο, φωνάζοντας «Να το!!!» (το Άγιο Πνεύμα!!) τα γέλια αυτά ξεκινούσαν από το σημείο που είχε μόλις υποδείξει, και προχωρούσαν σαν κύμα, ολόγυρα στην αίθουσα του γυμνασίου. Αυτό συνεχιζόταν επί ώρες, ώσπου στο τέλος οι άνθρωποι έπεφταν στο πάτωμα και στους διαδρόμους, σε παροξυσμούς υστερίας. Μιλούσαν ακατάληπτα, με σάλια που τους έφευγαν από το στόμα, ούρλιαζαν και κάγχαζαν. Μερικοί γρύλιζαν κιόλας. Οι άνθρωποι γύρω μου το θεωρούσαν «πνευματικό» αυτό που συνέβαινε, όμως όχι εγώ. Για να λέμε την αλήθεια, είχα αρχίσει να αηδιάζω με όλο το κίνημα, το οποίο δεν πίστευα πως ήταν ο «αληθινός Χριστιανισμός» που βιωνόταν στην «αρχαία Εκκλησία», και για τον οποίο οι άνθρωποι πέθαιναν ως μάρτυρες. Ήμουν σίγουρος πως δεν πέθαναν για αυτή την τρέλα! Όμως δεν είχα ιδέα πού θα μπορούσα να βρω την «αρχαία Εκκλησία». Όλοι έμοιαζαν να την αναζητούσαν, και «πλάθανε» ότι έκαναν βάσει της δικής τους κατανόησης και ερμηνείας του πώς ήταν η «αρχαία εκκλησία», όμως αν αυτό οδηγούσε τους ανθρώπους σε τέτοια υστερία, τότε σίγουρα (η αρχαία εκκλησία) βρισκόταν αλλού, ή πουθενά.
Η αποκάλυψη ήρθε, όταν η εκκλησία πρόσφερε ένα σεμινάριο Σαββατοκύριακου, με καλεσμένο έναν επισκέπτη καθηγητή ιερατικής σχολής Fuller Theological Seminary, με θέμα «Ιστορία της Πρώιμης Εκκλησίας». Διαβάσαμε την «Πρώιμη Εκκλησία» του Henry Chadwick, που άρχιζε από την Ιερουσαλήμ του δεύτερου ναού, και έφτανε μέχρι τον 4ο αιώνα της Χριστιανικής περιόδου. Ανακάλυψα πως η «αρχαία Εκκλησία» ήταν λειτουργική, με Μυστήρια (τρεφόταν με το ίδιο το Σώμα και το Αίμα του Χριστού στην Ευχαριστία), και επίσης είχε κλήρο και ιεράρχες. Υφίστατο «μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία», τα πρώτα χίλια χρόνια του Χριστιανισμού, από την Πεντηκοστή έως το 1054 μ.Χ. Έδωσε πολλούς αγίους άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Και ούτε ήταν μοντέλο μιας μια ξανα-σχεδιασμένης «πρώιμης Εκκλησίας». Έμοιαζε με την Ρωμαιοκαθολική, μόνο με διαφορετικό ήθος, λιγότερο νομικίστικη, και με περισσότερο μυστήριο. Νήστευαν. Ζητούσαν τις μεσιτείες των κεκοιμημένων μαρτύρων και εκείνων που αποκαλούσαν αγίους. Αγαπούσαν την Παρθένο Μαρία, και φυσικά ήσαν εντελώς αφοσιωμένοι στον Χριστό και Τον λάτρευαν ως Δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος. Τελούσαν υπό την επίβλεψη των Επισκόπων, ανθρώπων του Θεού που είχαν απ' ευθείας Αποστολική διαδοχή. Ήσαν «Βιβλικοί» (πρώτα της Παλαιάς Διαθήκης, μετά συνέταξαν τον Κανόνα της Αγίας Γραφής τον οποίον έχουμε και σήμερα), αλλά είχαν και τα «συναφή» από τα οποία μπορούσαν να κατανοήσουν αληθινά τις Γραφές, χωρίς λάθη και αιρέσεις. Δεν έπαιζαν ροκ μουσική, ούτε υπήρχαν γέλωτες μέσα στις λειτουργίες τους. Μάλλον οι λειτουργίες τους είχαν κάτι κατανυκτικό, το οποίο έδινε την εντύπωση πως ετελούντο σε δύο «πνευματικές διαστάσεις» ταυτόχρονα: στην γη και στον ουρανό, μαζί με τα Χερουβείμ, τα Σεραφείμ, και τους Αγίους, που είναι το «μέγα νέφος των μαρτύρων». Ομολογώ πως τα 'χασα εντελώς με όλα αυτά. Ήταν μια εμπειρία επιβεβαιωτική. Κατάλαβα πως αυτό ήταν το «μοντέλο εκκλησίας» του οποίου η Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία δήλωνε πως είναι διάδοχος (όπως το είχα διαβάσει!) Έτρεξα προς τον καλοσυνάτο καθηγητή και τον ρώτησα: «Αυτή η 'αρχαία Εκκλησία' που περιγράψατε, είναι η ίδια Εκκλησία που οι Ανατολικοί Ορθόδοξοι διατείνονται πως είναι η δική τους;» Τέθηκε σαν ερώτημα του «Ναι» ή «Όχι». Δεν ήθελα μισόλογα, και με μεγάλη μου χαρά, δεν μου δόθηκαν. Μου είπε «Ναι» στο ερώτημά μου, σχεδόν αστραπιαία, και πρόσθεσε, «όμως το ερώτημα που πρέπει να θέσεις στον εαυτό σου είναι αν αυτό έχει σημασία» Ε, αυτό δεν ήταν ερώτημα που χρειαζόταν να παλέψω. Είχα περάσει από τον Ρωμαιοκαθολικό κόσμο, τον χαρισματικό-Ευαγγελικό λαβύρινθο, και έψαχνα απεγνωσμένα να βρω ποια ήταν η «αληθινή Εκκλησία» - εκείνη που συνέχιζε να πιστεύει όπως πίστευε η αρχαία Εκκλησία, και που διαμορφώνει τους πιστούς Της όπως τους διαμόρφωνε η αρχαία Εκκλησία τους δικούς Της. Για μένα λοιπόν, είχε τρομερή σημασία!
Έτσι, με κάποιον τρόπο (Κύριος οίδε), ανακάλυψα το βιβλίο «Becoming Orthodox» (Γενόμενος Ορθόδοξος) από τον (τότε) π.Peter Gillquist - η ιστορία του οποίου χρονογράφησε το «ταξίδι» περισσοτέρων των 2000 Ευαγγελικών προς την κανονική Ανατολική Ορθόδοξο Εκκλησία. Η ιστορία αυτή άγγιξε και το τελευταίο μόριο της ύπαρξής μου. Βρήκα το όνομα μιας τοπικής ενορίας που ήταν της ίδιας δικαιοδοσίας (Αντιοχείας) και πήγα στον Όρθρο και την Θεία Λειτουργία. Ειλικρινά, έκλαιγα σε όλη την διάρκειά τους. Κρατώντας τα μάτια μου κλειστά, νόμιζα πως η χορωδία που άκουγα ήταν άγγελοι και όχι άνδρες (ή γυναίκες!). Η ομορφιά και η ιερότητα της Λειτουργίας (την οποία παρακολουθούσα και σε γραπτή μορφή, για να είμαι απόλυτα σίγουρος πως δεν λένε τίποτε «αιρετικό» - για φαντάσου!) με συγκλόνισαν. Όταν ξαναπήγα για τον Μεγάλο Εσπερινό εκείνο το Σαββατόβραδο για τις βραδινές προσευχές, προσευχήθηκαν από το Βιβλίο των Ψαλμών (τα περισσότερα λειτουργικά κείμενα άλλωστε είναι παρμένα από την Αγία Γραφή). Μετά τον Εσπερινό, ακολούθησαν «προσευχές θεραπείας» για τους αρρώστους, με τους ιερείς και τους διακόνους να χρίουν με Ευχέλαιο τους ασθενείς, όπως απαιτεί η Γραφή και η λοιπή Παράδοση. Μπορώ να πω με κάθε ειλικρίνεια, πως για πρώτη ίσως φορά, ένοιωσα την εμπειρία του Αγίου Πνεύματος.. Ο Χριστός, οι άγγελοί Του, οι άγιοί Του, και η εκκλησία Του, όλοι ήσαν ταυτόχρονα παρόντες, κατά τρόπο ανείπωτο. Κατάλαβα τότε, πως επί τέλους, ήμουν «στο σπίτι μου».
Έχουν περάσει ένδεκα χρόνια από εκείνο το βράδυ. Ολόκληρη η οικογένειά μου - η σύζυγός μου, οι κόρες μου, ο γαμπρός μου και τα τρία υπέροχα εγγόνια μου με ακολούθησαν στην Αγία Ορθόδοξη Εκκλησία. Τους είδα όλους να μεγαλώνουν και να ωριμάζουν, παρά τις δυσκολίες και τις πάλες της ζωής. Όλοι μας έχουμε πει - ξανά και ξανά - πόσο ευγνώμονες είμαστε στον Θεό, που προστάτεψε την Εκκλησία Του και που Την διαφύλαξε σώα από τις «πύλες του Άδου», στην αγνή Της μορφή, ανόθευτη και αδιάβρωτη.
πηγή
Ανατράφηκα από οικογένεια μη θρησκευόμενη. Οι γονείς μου ήσαν αθεϊστές από τότε που ήμουν ακόμα παιδί, και επίσης πολύ δραστήριοι στον φιλελεύθερο-αριστερίζοντα πολιτικό χώρο. Το ενδεχόμενο να γίνω Χριστιανός δεν υπήρχε ούτε σαν σκέψη. Δεν γνώριζα κανένα Χριστιανό, και η Μητέρα μου ήταν μια πρώην
Ρωμαιοκαθολική που είχε γυρίσει την πλάτη της στην Εκκλησία και τον Χριστιανισμό.
Οι παιδικές χαρές και οι δρόμοι της πόλης που μεγάλωσα - λίγο έξω από την Νέα Υόρκη - με έμαθαν να παίζω σκληρή μπάλλα. Η ζωή ήταν για να την «αποκτήσεις». Η ζωή ήταν για να την «αρπάξεις», αν δεν σου δινόταν. Δεν υπήρχε κανένας σκοπός στη ζωή, έτσι, τα μόνα υπαρκτά πράγματα ήταν το «έχειν», το «αποκτάν», το «αρπάζειν» και το «κρατείν». Όλοι έμοιαζαν να το πρεσβεύουν αυτό, και να ζουν κατ' αυτόν τον τρόπο, έτσι και εγώ ποτέ δεν τον αμφισβήτησα. Το πρόβλημα ήταν πως ο εσωτερικός μου κόσμος ήταν γεμάτος από έντονη ανησυχία, ανασφάλεια, κατάθλιψη και απόγνωση. Είχα ήδη ξεκινήσει να καπνίζω, να πίνω και να κάνω χρήση μαριχουάνας. Στα 15 μου, έκανα χρήση LSD Μέχρι να κλείσω τα 16 η «δημοφιλής» ψυχαγωγία ήταν η ηρωίνη. Πολλοί από τους φίλους μου έγιναν ηρωινομανείς πριν κλείσουν τα 18 τους.
Στα 16 μου, με συνέλαβαν για κατοχή και πώληση μαριχουάνας. Οι γονείς μου αντιμετώπισαν το περιστατικό αυτό με την στάση της «σκληρής αγάπης» ...;.. πετώντας με έξω από το σπίτι. Ζούσα έκτοτε μέσα σε εγκαταλελειμμένα αυτοκίνητα και σε διαμερίσματα άλλων αλητόπαιδων που ήξερα. Αρκετοί από μας είχαμε λύσει τους δεσμούς μας με την οικογένεια και το σχολείο. Όταν κλήθηκα στο δικαστήριο, οι γονείς μου έλειπαν εκτός χώρας για τις διακοπές τους και ο δικαστής με άφησε ελεύθερο υπό όρους, με δική μου ευθύνη. Έπρεπε να εμφανιστώ στο δικαστήριο μετά από περίπου τέσσερις μήνες. Οι τέσσερις μήνες που ακολούθησαν ήταν εφιάλτης, και ένα ατέρμονο βύθισμα σε μια «μαύρη τρύπα» απόγνωσης.
Εν καιρώ, ξαναβρέθηκα με τους γονείς μου. Όταν επέστρεψα, διαπίστωσα πως τα πράγματα είχαν αλλάξει. Η Μητέρα μου είχε ενταχθεί στους Α.Α. (Ανώνυμους Αλκοολικούς) και είχε βιώσει ένα βαθύτατο πνευματικό «ξύπνημα» που άλλαξε την ζωή της. Διάβαζε τον Alan Watts και τον DT Suzuki και βιβλία όπως την Αιγυπτιακή Βίβλο των Νεκρών. Είχε αλλάξει η όψη της και η στάση της. Ήταν πιο ήρεμη, και πιο απαλή. Άρχισα να διαβάζω μερικά από τα βιβλία της, αφού τα τελείωνε η ίδια. Αμέσως ένοιωσα να με γοητεύει ο Βουδισμός Ζεν και ο Ινδουισμός, προπαντός η Βεντάντα. Αυτό που με «τραβούσε» στο Ζεν ήταν η εμπειρία «Σατόρι» όπου - αστραπιαία μεν, αλλά κατόπιν πολλής πνευματικής προεργασίας - κατορθώνει κανείς να «βλέπει», να «φωτίζεται», να «γνωρίζει την βαθύτερη ουσία των πραγμάτων». Όμως τελικά ελκύστηκα από τον Ινδουισμό, επειδή, ενώ προσέφερε παρόμοια εμπειρία «φωτισμού» ("Σαμαντι"), προσέφερε επίσης και μια προσωπική «θεότητα» (ή, για να είμαστε ακριβείς, πολλές θεότητες). Ο Βουδισμός Ζεν ήταν ένα πνευματικό μονοπάτι που θύμιζε κάτι σαν να εργαζόμαστε πάνω στον εαυτό μας μέσα σε ένα εύρυθμο, καθαρό εργαστήριο κλινικής. Ο Ινδουισμός ήταν πιο χαοτικός μεν, αλλά διέθετε ζεστασιά και χρώμα και - κάτι πολύ πιο σημαντικό για μένα - ένα προσωπικό θεό που μπορούσε κανείς να λατρέψει. Δεν ήμουν σίγουρος για ποιο λόγο αυτό είχε κάποια σημασία, πάντως είχε. Ήθελα να «φωτιστώ», αλλά είχα και την ανάγκη να γνωρίζω και να λατρεύω ένα Θείο Πρόσωπο, και ο Ινδουισμός μου προσέφερε και τα δύο. Τελικά, κατάλαβα πως φτιαχτήκαμε να λατρεύουμε τον Προσωπικό Θεό - τον Ιησού Χριστό - και πως η καρδιά μας δεν θα αναπαυθεί ποτέ, αν δεν το κάνουμε!
Βρήκα το «σπίτι» μου, στο Κέντρο Ramakrishna-Vivekananda της Νέας Υόρκης. Η ζωή μου άλλαξε ριζικά. Η ανακάλυψη πως ο «Θεός» υπάρχει, και πως επίσης υπάρχει κάποια «πνευματική πραγματικότητα» πέρα από τον πόνο και την δυστυχία της ζωής (πράγματα τόσο γνώριμα σ' εμένα), ήταν μια ανακάλυψη εντελώς λυτρωτική για μένα. Άφησα πίσω μου όλα όσα ήξερα παλιότερα, και έτρεξα με φόρα προς την καινούργια μου ζωή. Ο γκουρού (ο πνευματικός μου δάσκαλος) - ένας Ινδουιστής μοναχός, και η κεφαλή και ιδρυτής του Κέντρου Swami Nikhilananda - ήταν την εποχή εκείνη εβδομηντάχρονος και με πολύ εύθραυστη υγεία. Είχε συγγράψει πολλά καθοριστικά βιβλία περί Vedanta, περί Ινδουισμούandπερί του Sri Ramakrishna - τον μυστικιστή του 19ου αιώνα από την Βεγγάλη (Ινδία), ο οποίος ήταν πνευματικός «ηγέτης» του κινήματος αυτού στις Ηνωμένες Πολιτείες, στην Ευρώπη και την Ινδία. Το κίνημα Vedanta ήταν το πρεσβύτερο πνευματικό αδέρφι όλων εκείνων των κινημάτων της δεκαετίας του εξήντα, των οποίων τις πιο «δραματικές» και «επιδεικτικές» ομάδες εμείς τις βλέπαμε περιφρονητικά. Θεωρούσαμε τους εαυτούς μας «ορθόδοξους» Ινδουιστές!
Ο γκουρού μου ήταν ένας σοφός και ευγενικός σαν παππούς ανθρωπάκος. Αμέσως με εισήγαγε στον εσωτερικό του κύκλο (ένδειξη προνομίου, καθ' όσον κρατούσε τον περισσότερο κόσμο σε κάποια απόσταση), και έγινα ο προσωπικός του συνοδός. Αυτό είναι το ύψιστο προνόμιο για μαθητή, στις Ινδουιστικές σχέσεις μεταξύ γκουρού και μαθητή. Δεν γνωρίζω καμμία παρόμοια σχέση, σε οποιαδήποτε άλλη πνευματική παράδοση (πλην της σχέσεως πνευματικού πατρός - πνευματικού τέκνου στον Άθωνα). Ο μαθητής οφείλει να βλέπει τον Θεό στο πρόσωπο του γκουρού του, και να τον υπηρετεί υπάκουα, σαν να είναι ο Θεός ο ίδιος. Μέσω μιας τέτοιας υπηρεσίας και υπακοής -όπως μας διδάσκουν- μαθαίνει κανείς πώς να υπηρετεί τον Θεό, διότι, αν δεν μπορούμε να υπηρετήσουμε τον πνευματικό μας πατέρα (που είναι σάρκα και αίμα), δεν θα μπορούμε να υπηρετήσουμε τον Θεό, που είναι πνεύμα.
Τα καλοκαίρια, στο «ασράμ» (μοναστήρι) του Κέντρου στο ΠάρκοThousand Islandτης Νέας Υόρκης, πάλι ήμουν ο προσωπικός συνοδός του Swami. Κοιμόμουν πάνω σε ένα καναπέ στο διπλανό δωμάτιο από το δικό του για να του παρέχω την βοήθειά μου κατά την διάρκεια της νύχτας, με καλούσε δε, με μια κουδούνα αγελάδας που είχε ο Swami, στο τραπεζάκι δίπλα στο κρεβάτι του! Ήταν βέβαια υπέργηρος και πολύ εύθραυστος, και συχνά έπεφτε καθώς πήγαινε στο μπάνιο, γι' αυτό και τον βοηθούσα να σηκώνεται και να ξαναξαπλώνει στο κρεβάτι του κάμποσες φορές κατά την διάρκεια της νύχτας, ή του κρατούσα συντροφιά -συνήθως αμίλητα- όταν τον έπιαναν οι τακτικές του κρίσεις αϋπνίας.
Οι μέρες των καλοκαιριών μας γέμιζαν με αναγνώσματα, ατομική προσευχή και διαλογισμό, με μακρινούς περίπατους και με puja(άσματα και προσευχές και λατρεία) τα απογεύματα, σε μια «αίθουσα puja». Μυήθηκα από τον Swami, το πρώτο κιόλας καλοκαίρι, στο ασράμ αυτό, στην πνευματική «γενεαλογία» του Sri Ramakrishna και της Sri Sarada Devi (της «συζύγου» του). Ο Swamiείχε «μυηθεί» από την Sri Sarada Devi όταν ήταν έφηβος, η οποία μάλιστα είχε προβλέψει (πολύ πριν εκείνος να πάρει την απόφαση) πως θα γινόταν μοναχός στο «Τάγμα» τουRamakrishna. Η διαδικασία της «μύησης» είναι μια προσωπική τελετή, ανάμεσα στον γκουρού και τον μαθητή του, όπου αφιερώνεται κανείς στον γκουρού του, και στον γκουρού του γκουρού, και στον γκουρού του γκουρού του γκουρού του ...; επ΄ άπειρον!! Στην ουσία, «μυείται» κανείς στο πνευματικό γενεαλογικό δέντρο του γκουρού και των πνευματικών του προγόνων. Γίνονται προσφορές, ψάλλονται άσματα (στα Σανσκριτικά), και διδάσκεται ο μυούμενος πώς να κάνει διαλογισμό με την βοήθεια ενός mantra (μια Σανσκριτική λέξη, ή το όνομα της προσωπικής μας θεότητας, συνήθως ακολουθούμενη από την λέξη «ΟΜ»). Ο Ινδουιστικός διαλογισμός αποτελείται από διαλογισμό και επανάληψη ενός mantra. Στην γιόγκα τύπου bhakti(λατρεία μιας προσωπικής θεότητας), εστιάζει κανείς σε μια εικόνα της θεότητάς του, στην συνέχεια την φαντάζεται αυτή την εικόνα μέσα στον «λωτό» της καρδιάς του, και, με μάτια κλεισμένα, καθισμένος σε στάση «λωτού» επαναλαμβάνει συνεχώς το mantraτου. Διδασκόμαστε πως μετά από ένα τέτοιο διαλογισμό, μέσω κάθαρσης, κατορθώνει κανείς να διαπεράσει τις στρώσεις των «Maya» ή της οντολογικής πλάνης, και ανακαλύπτει τον «αληθινό εαυτό» του. Αυτός ο «εαυτός» ταυτίζεται με την προσωπική μας θεότητα, με την οποία είναι κανείς σε πνευματική και οντολογική ενότητα («τα πάντα είναι ένα).
Ο Ινδουισμός Vedanta διδάσκει πως όλες οι θρησκευτικές παραδόσεις, από την πιο απλοϊκή μέχρι και την υψηλότερη μορφή τους, δείχνουν προς τον ένα Θεό - τον «Βράχμα» - ο οποίος είναι πέρα από ονόματα, μορφές, περιγραφές και γνώσεις. Οι «θεότητες» είναι απλώς οι «μορφές» που προσλαμβάνει αυτός ο «Βράχμα» χάριν του ελέους του προς τον πιστό, ο οποίος χρειάζεται μια τέτοια «μορφή» για προσκύνηση, λόγω της περιορισμένης του δυνατότητας διάκρισης !! Έτσι, καμμία «θεότητα» - ή «ενσάρκωση του Θεού» όπως τις αποκαλούν! - δεν είναι οντολογικά ανώτερη από την άλλη. Ο Βράχμα-Θεός παίρνει το σχήμα και την μορφή που χρειάζεται κανείς, ανάλογα με το στάδιο της πνευματικής του προόδου, της κουλτούρας, κλπ. Υποτίθεται πως ο Sri Ramakrishna το είχε βιώσει ο ίδιος αυτό, έχοντας δει την «ενότητα» όλων των θεοτήτων μέσα στον Βράχμα, κατά την διάρκεια των εμπειριών «Samadhi». Διδασκόταν πως ο Χριστός ήταν «μια» ενσάρκωση του Θεού, όπως ήταν και ο Βούδας, ο Κρίσνα, ο Ραμακρίσνα, ο Μωάμεθ, κλπ. Φυσικά, εμείς πιστεύαμε πως η «δική μας» θεότητα και μονοπάτι (οSri Ramakrishna) ήταν η πιο φωτισμένη θεότητα και ο πιο ευθύς δρόμος για την απόκτηση φωτισμού. Στην ουσία όμως, ο Ινδουισμός είναι «οικουμενικός» - κάτι που δυσκολεύει τα πράγματα, σε σχέση με τον Χριστιανικό ευαγγελισμό («Ναι, φυσικά, ο Χριστός είναι ένας θεός, αλλά εξ ίσου θεός είναι και ο Κρίσνα μου»).
Στην «αίθουσα puja» του δικού μας ασράμ - και προκειμένου να μένουμε πιστοί στην «οικουμενική» αυτή προσέγγιση - υπήρχαν εικόνες ποικίλων θεοτήτων στους τοίχους της. Θυμάμαι τον Βούδα να κάθεται σε στάση λωτού, τους Krishna and Arjuna(Bhagavad-Gita) επάνω στα ιππήλατα άρματά τους στο πεδίο της μάχης, και τον Χριστό επάνω στον Σταυρό. Υπήρχαν διάφορες εικόνες του Sri Ramakrishna, της Sri Sarada Devi και του Swami Vivekananda επάνω στον βωμό, και η δική μας τελετή pujaαπευθυνόταν σ' αυτούς. Η τελετή Puja είναι μια πολύ ζωηρή εμπειρία, με κεριά, με κουδούνια, με θυμίαμα, με καύση ghee(φυτικό βούτυρο), άσματα και μετάνοιες. Οι μοναχοί φορούν χιτώνες στο χρώμα της ώχρας. Κάθε μαθητής λαμβάνει ένα «κομποσκοίνι» που το χρησιμοποιεί όταν τελεί το mantra του, και ο γκουρού δίνει στον μαθητή του ένα προκαθορισμένο αριθμό επαναλήψεων τουmantra. Υπάρχει επίσης και η διαδικασία διαλογισμού, η οποία μπορεί να διαρκέσει και ώρες για τους έμπειρους.
Η τελετή puja συνήθως διαρκεί μία ώρα, και οι μοναχοί παραμένουν σε κατάσταση διαλογισμού για περισσότερη ώρα. Διαλογίζονται με τον τρόπο αυτό αρκετές φορές την ημέρα, με διακοπή για γεύματα χορτοφάγων, για μελέτη ή/και για εργασία.
Πρέπει να έχετε υπ' όψιν σας ότι ο Ινδουισμός ήταν η μόνη θρησκεία που είχα γνωρίσει. Δεν γνώριζα τίποτα για τον Χριστιανισμό, παρά μόνο όσα είχα διαβάσει για αυτόν, μέσα στα Ινδουιστικά βιβλία. Τα βιβλία αυτά δίδασκαν μια «Ινδουιστικοποιημένη» εκδοχή του Ιησού Χριστού, παρουσιάζοντάς Τον ως μια από τις πολλές «ενσαρκώσεις» του Θεού, και ως «ένα εντελώς ολοκληρωμένο Όν».
Ήμουν ολότελα δοσμένος στην Ινδουιστική πίστη. Επιθυμούσα να γίνω μοναχός σαν τον γκουρού μου, και να γίνω ένας Αμερικανός μοναχός του ΤάγματοςRamakrishna. Έτσι, αυτό που μου συνέβη δεν ήταν διόλου κάτι που προξένησα εγώ, ή που ήθελα να συμβεί. Αλλά συνέβη, και ήταν ως εξής:
Ξεκινώντας τον διαλογισμό, άρχισα να φαντάζομαι την «θεότητά» μου μέσα στην καρδιά μου. Ώρες-ώρες η καρδιά μου ήταν ολόθερμη από αγάπη και αφοσίωση στην θεότητά μου, αλλά τις περισσότερες στιγμές ήταν ψυχρή, ή εγώ ήμουν αφηρημένος. Τελικά, ο νους μου ταξίδευε αλλού και αναγκαζόμουν να ανοίξω τα μάτια μου και να προσπαθήσω να ξανασυγκεντρωθώ, εστιάζοντας το βλέμμα μου επάνω στον βωμό και τις φωτογραφίες του Sri Ramakrishna. Περιέργως όμως, το βλέμμα μου «ταξίδευε» προς την εικόνα του Εσταυρωμένου Χριστού που ήταν κρεμασμένη στον τοίχο. Κάτι υπήρχε στην εικόνα εκείνη που καθήλωνε το βλέμμα μου ...; Ένοιωθα σαν να με τραβούσε κάποιος πνευματικός μαγνήτης, και πως με πήγαινε στο τοπίο που απεικονιζόταν η Σταύρωση ...;. Ένοιωθα πως στεκόμουν δίπλα στην Αγία Παρθένο και τους Αποστόλους, κάτω από τον Σταυρό ...;.. Βούρκωσαν τα μάτια μου (δεν είχα ιδέα γιατί). Με κατέκλυσε μια απίστευτη αίσθηση θλίψης και απώλειας, που δεν είχα νοιώσει ποτέ στη ζωή μου ...;. Ένοιωθα περίεργα συνδεδεμένος με αυτόν τον σταυρωμένο άνθρωπο, κατά τρόπο εντελώς ανεξήγητο για μένα ...;. Άλλαξα θέση, για να μην μπορώ να βλέπω την εικόνα. Αρνήθηκα να επιτρέψω στον νου μου να ξαναγυρίσει σε εκείνη την εικόνα που είδα μέσα στο μυαλό μου. Όμως η εικόνα αυτή επέστρεψε, και εγώ ένοιωσα μια «ζεστασιά» μέσα στην καρδιά μου, και μια «γαλήνη» και «χαρμολύπη» με την σκέψη και μόνο του Χριστού, που δεν είχα γνωρίσει ποτέ άλλοτε. Επιζητούσα να έχω τον Χριστό στον διαλογισμό μου, και όχι τον Ramakrishna!
Η εμπειρία αυτή δεν συνέβη μία ή δύο φορές, αλλά πάρα πολλές φορές. Μάλιστα έφτασε σε τέτοιο σημείο το φαινόμενο, που μίλησα για αυτό στον Swami. Τον ρώτησα: «Αφού ο Βράχμα παίρνει πολλές μορφές και σχήματα, υπάρχει κανένας λόγος να μην επιλέγει κανείς τον Χριστό ως την προτιμώμενή του θεότητα;» Ξαφνιάστηκε από την ερώτησή μου. Μετά από μια παρατεταμένη σιωπή, μου απάντησε: «Η θεότητά σου είναι ο Ramakrishna. Δεν προοδεύει κανείς πνευματικά, μεταπηδώντας από την μία θεότητα στην άλλη.» Η απάντηση αυτή δεν με ικανοποίησε και πολύ, επειδή δεν είπε πως ο Χριστός δεν μπορεί να είναι η θεότητα κάποιου, αλλά πως δεν μπορούσε να είναι η δική μου θεότητα!
Πέρασα εκείνο το καλοκαίρι σε κατάσταση σύγχυσης, καθώς οι δύο εκείνες εικόνες μάχονταν μέσα μου για την υπεροχή. Ήμουν ένας Ινδουιστής, είχα μυηθεί από τονSwami Nikhilananda, όμως ένοιωθα να με τραβάει περισσότερο ο Ιησούς Χριστός, και ας μην είχα διαβάσει τις Γραφές, ας μην είχα πατήσει ποτέ μέσα σε εκκλησία, ας μην είχα την παραμικρή γνώση περί δόγματος ή θεολογίας. Απλώς Τον αγαπούσα, και ήμουν σίγουρος πως Εκείνος με καλούσε να Τον ακολουθήσω. Σκέφτηκα (σκανδαλωδώς!) πως, ενώ ο Ramakrishnaήταν ένα υπερβολικά εξελιγμένο ον, δεν ήταν στην πραγματικότητα Θεός. Κατά κάποιον τρόπο, πίστεψα (μη με ρωτάτε πώς έγινε: ήταν μάλλον το Έλεος και η Χάρις του Θεού, δια του Αγίου Πνεύματος) πως ο Ιησούς Χριστός ήταν ο Υιός του Θεού. Όμως είχα διαμορφωθεί ως Ινδουιστής, και χρειάστηκαν πολλά χρόνια μέχρι να καταλάβω και να αποδεχθώ την Βιβλική εξήγηση περί Χριστού. Έπρεπε να ξε-μάθω όσα είχα μάθει. Αυτό το «ξε-μάθημα» και το «ξανα-μάθημα» ήταν μια διαδικασία πολλών ετών ...;.
II. Ο μακρύς και στριφογυριστός δρόμος
Το «ταξίδι» μου άρχισε με την «προσευχή του Ιησού». Να πώς έγιναν τα πράγματα. Όταν αποφοίτησα από το κολλέγιο - και στην συνέχεια απομακρύνθηκα από την θρησκευτική πίστη και πειραματίστηκα ξανά με ολόκληρη σειρά από αμαρτωλά πράγματα - επέστρεψα στην πόλη της Νέας Υόρκης για να παρακολουθήσω μεταπτυχιακές σπουδές στην δημοσιογραφία. Η καρδιά και η ψυχή μου ήσαν ανήσυχες και ταραγμένες μέχρι τα τρίσβαθά τους. Πάθαινα κρίσεις πανικού τόσο σοβαρές, που συχνά κατέληγα στα επείγοντα περιστατικά του νοσοκομείου. Στην συνοικία Greenwich Village ήταν ένα πολύ γνωστό βιβλιοπωλείο για θέματα μεταφυσικής το οποίο επισκεπτόμουν πάρα πολύ συχνά (και στο οποίο εργάστηκα για ένα μικρό διάστημα). Διέθεταν μια απέραντη επιλογή βιβλίων μεταφυσικής, μυστικισμού, αποκρυφισμού, αστρολογίας, μαύρης μαγείας και σατανικών τελετών, Ινδουισμού, Βουδισμού, Ισλάμ, Σουφισμού και Χριστιανισμού (όλων των αποχρώσεων). Εγώ αναζητούσα βιβλία με θέμα τον «μυστικιστικό» Χριστιανισμό, και (Θεού θέλημα ήταν, σίγουρα) εντόπισα την Φιλοκαλία - Λόγοι των πρώιμων Πατέρων περί της Νοεράς Προσευχής». Ποτέ μέχρι τότε δεν είχα γνωριστεί με τον Χριστιανισμό της Ανατολής, ούτε με την «καρδιακή προσευχή». Το μεγαλύτερο μέρος της γλώσσας και της θεολογικής ορολογίας μου ήσαν εντελώς ξένα, αλλά, παρά ταύτα, ταυτίστηκα με την προσευχή και την βασική προϋπόθεση να τηρεί κανείς την προτροπή του Αποστόλου Παύλου να «προσεύχεσθε αδιαλείπτως» (Θεσσαλονικείς Α, 5:17). Άρχισα να λέω την Προσευχή μόλις τελείωσα την ανάγνωση του πρώτου κεφαλαίου, και συνέχισα να λέω την Προσευχή από εκείνη την στιγμή και μετά. Είμαι πλέον πεπεισμένος πως ο Χριστός - μέσω της ιδιαίτερα καθαγιασμένης αυτής Προσευχής - με οδήγησε τελικά να Τον βρω στην πληρότητά Του, μέσα στην Αγία Του Ορθόδοξη Εκκλησία. Το «ταξίδι» μου προς την Ορθόδοξη Εκκλησία απαρτίστηκε από δύο διακριτές φάσεις, με τον Ίδιο τον Χριστό να με ελκύει όλο και πιο κοντά Του.
Η πρώτη φάση ήταν η κατηχητική μελέτη του Ρωμαιοκαθολικισμού. Με ενέπνευσε προς αυτήν την κατεύθυνση ο Dom Thomas Merton(του "Seven Story Mountain"), ο οποίος είχε επίσης σπουδάσει στο Πανεπιστήμιο της Columbia, όπου εγώ παρακολουθούσα τα μεταπτυχιακά μου (εκείνος είχε ήδη πεθάνει τότε). Είχε και εκείνος ζήσει μια «απειθάρχητη» ζωή πριν γίνει Ρωμαιοκαθολικός, και εν καιρώ έγινε ιερομόναχος του Τάγματος των Τραππιστών (είχα αναρωτηθεί, μήπως αυτό ήταν και ο δικός μου προορισμός). Ο Καθολικισμός του ήταν εμποτισμένος από ανατολική πνευματικότητα (Βουδισμό και Ινδουισμό). Μου φάνηκε σαν κάτι που θα μου ταίριαζε, μιας και ο δικός μου προσανατολισμός ήταν ο ίδιος. Ξεκίνησα επίσημη κατήχηση στην ίδια ενορία που έλαβε την δική του ο Merton, χρόνια πριν (στην εκκλησία Christi Church). Όμως, αντί να μεγαλώνει η έλξη προς τον Χριστό μέσα από την Εκκλησία, η κατήχηση μου φάνηκε μάλλον βαρετή, και για να είμαι ειλικρινής, καταθλιπτική. Έμοιαζε να εστιάζει περισσότερο στην αμαρτία (μέχρι που έχουν «κατηγορίες» αμαρτιών - τις συγχωρητέες και τις θανάσιμες) και στον εξευμενισμό της οργής του Θεού με την μεσολάβηση της Εκκλησίας. Ο Ρωμαιοκαθολικισμός (και γενικότερα η Δύση, όπως αργότερα διαπίστωσα) είναι βαθύτατα επηρεασμένη από τον Αυγουστίνο (ειδικά οι «Εξομολογήσεις»), και, ενώ μετά βεβαιότητας ταυτιζόμουν με την δική του συναίσθηση συντριπτικής ντροπής και προσωπικής αμαρτωλότητας, δεν βίωνα την αντισταθμιστική «χαρά» μέσα στην Καθολική Εκκλησία. Μου ήταν αδύνατον να «χωνέψω» την εικόνα ενός Θεού-Πατέρα που έμοιαζε με θυμωμένο Κριτή (όπως Τον σκιαγραφεί ο Αυγουστίνος), ένας πνευματικός χαρακτηρισμός που απουσιάζει από τον Ινδουισμό. Ο Καθολικισμός φάνταζε «μεσαιωνικός», «σκοτεινός», και «νομικίστικος». Οι «στρώσεις» που βίωσα ανάμεσα στην Εκκλησία και την «άμεση» σύνδεση με τον Χριστό έμοιαζαν ανυπέρβλητες. Η «καρδιά» μου και ο «νους» μου βρίσκονταν σε δύο διαφορετικά στρατόπεδα. Σταμάτησα την κατήχηση, μία εβδομάδα πριν βαπτιστώ ως Ρωμαιοκαθολικός.
Η ειρωνεία της υπόθεσης είναι πως, ενώ συνέχιζα να λέω την «καρδιακή προσευχή» (η πεμπτουσία της Ανατολικής Χριστιανικής προσευχής) καθ' όλη την διάρκεια της κατηχητικής διαδικασίας, ποτέ δεν ταυτίστηκα με καμία από τις δύο Ορθόδοξες ενορίες (Ελληνική και Ρωσική) που υπάρχουν μέσα στην πόλη. Πιθανόν να μην ήμουν έτοιμος. Μόνο ο Θεός γνωρίζει το γιατί.
Η δεύτερη φάση του «ταξιδιού» μου ήταν ένας χαρισματικός Ευαγγελικός Προτεστάντης. Η φάση αυτή ξεκίνησε από ένα Σαββατοκύριακο, όταν είχα κλειδωθεί μέσα στο διαμέρισμά μου για να προσευχηθώ και να νηστέψω. Είχα αποφασίσει πως χρειαζόμουν να έχω μια «άμεση εμπειρία του Θεού», και να ρωτήσω τον ίδιο τον Θεό αν ο Χριστός ήταν πράγματι ο «Μονογενής Υιός Του», και όχι απλώς «ένας των πολλών θεών». Ακόμα πάλευα με αυτή την απορία. Για να δυσκολέψουν ακόμα περισσότερο τα πράγματα, διαγνώστηκα με υπογλυκαιμία βαρειάς μορφής (προ-διαβητικής μάλιστα), και είχα τάση προς ναυτία και πονοκεφάλους, και χειροτέρευα ακόμα περισσότερο όταν δεν έτρωγα τακτικά. Όμως λογάριασα πως πιο σπουδαίο από την σωματική μου ευρωστία ήταν να μάθω την απάντηση στο ερώτημα (αν ο Χριστός είναι ο Ένας και Μόνος Αληθινός Θεός). Έτσι απείχα από φαγητά, διάβαζα το Κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο, προσευχόμουν και ικέτευα με όλη μου την δύναμη τον ακόμη «άγνωστο Θεό», για διευκρινίσεις και κατεύθυνση. Σχεδόν θαυματουργικά (για μένα) δεν σημειώθηκε κανένα επεισόδιο υπογλυκαιμίας. Ένοιωθα μια απέραντη γαλήνη. Πιο σημαντικό όμως, ήταν που έλαβα μια ολοκάθαρη απάντηση μέσα στην «καρδιά μου». Εξήλθα από τον εγκλεισμό του Σαββατοκύριακου «γνωρίζοντας» πως ο Ιησούς Χριστός ήταν του Θεού ο «μονογενής», και πως οι άλλοι «θεοί» ήσαν προβολές της ανθρώπινης ανάγκης για τον Θεό, χωρίς όμως να είναι πραγματικά ο Θεός. Ήταν μια τεράστια πνευματική αποκάλυψη για μένα αυτό το συμβάν. Τώρα έμενε το ερώτημα: «Τι κάνω με την πληροφορία αυτή;»
Μέρος του «πακέτου» των πληροφοριών που φάνηκε να συνοδεύει αυτήν την «προσωπική αποκάλυψη» (δεν ήξερα πώς αλλιώς να το ονομάσω) ήταν μια ιδέα που ποτέ πριν δεν είχε περάσει από το μυαλό μου. Ήταν μια «ήσυχη, μικρή φωνή», που με παρότρυνα να βρω μια Εκκλησία που είναι «πλήρης Πνεύματος». Ούτε καν γνώριζα τι σημαίνει το «πλήρης Πνεύματος» (δεν ήταν «πλήρης πνεύματος» όλες οι Χριστιανικές Εκκλησίες.
Ρωτούσα και αναζητούσα παντού, και, μιας και ήταν η ανοδική περίοδος της «χαρισματικής αναβίωσης», η έννοια του «πλήρης πνεύματος» συσχετίστηκε με τις χαρισματικές Προτεσταντικές και Καθολικές εκκλησίες. Με κατεύθυναν προς μια χαρισματική Πρεσβυτεριανή Εκκλησία (που σύντομα αποκόπηκε από την οργάνωση). Ο πάστορας ήταν ένας υπέροχος άνθρωπος, όπως ήταν και οι «πρεσβύτεροι» (εκ των οποίων ο ένας συνεχίζει να είναι από τους καλύτερούς μου φίλους). Με καθοδήγησαν μέσα από την «Προσευχή του Αμαρτωλού», όπου αναγνώρισα τις πολλές μου αμαρτίες και δήλωσα την επιθυμία μου να γίνει ο Χριστός ο Σωτήρας και Κύριος της ζωής μου, και δέχθηκα «Ιησού Χριστό μέσα στην καρδιά μου». Έγινε αποδεκτό πως είχα «σωθεί», εδώ και τώρα, και πως θα τρύγιζα όλα τα βραβεία που αφηγείται η Αγία Γραφή, τα οποία ο Θεός επιφύλασσε ειδικά για μένα. Μου έλεγαν πως τα λόγια της Γραφής είχαν γραφτεί ειδικά για μένα (χάρις στην προγνωστικότητα του Θεού, υπέθεσα) και πως έπρεπε να διαβάζω την Γραφή με αυτή την λογική. Ήταν το «εγχειρίδιο του ιδιοκτήτη», για μένα, από τον Θεό! Προσπάθησα σκληρά να τα δεχθώ όλα αυτά - περισσότερο για να μην «γρουσουζέψω» την ...;.συνταγή της Σωτηρίας - αλλά διατηρούσα τις αμφιβολίες μου: «Αυτό ήταν όλο;» ...;.«Τι γίνεται με όλους τους πονηρούς λογισμούς και τις κακές συμπεριφορές με τις οποίες παλεύω;» ...;.. «Θα γίνω έτσι αυτόματα 'Χριστοειδής', δια της πνευματικής 'όσμωσης';» ...;. «Δεν χρειάζεται εγώ να κάνω κάτι;» ...;. «Είναι δυνατόν, ένα τόσο σοβαρό ζήτημα να είναι τόσο εύκολο;» ...;.
Και όμως, με διαβεβαίωναν όλοι αυτοί οι άριστοι άνθρωποι με τα θεολογικά τους διπλώματα, πως ουσιαστικά, αυτό ήταν όλο που χρειαζόταν για την πλήρη, ολοκληρωτική και τελική «σωτηρία»Ω πως όλα έγιναν για μένα, και αποδόθηκαν σε μένα, από την δικαιοσύνη του Χριστού. Το μόνο που χρειαζόταν να κάνω, ήταν να «παραμείνω μέσα στον Λόγο», που σημαίνει την γραπτή Αγία Γραφή. Ήμουν τόσο σίγουρα στον δρόμο για τον ουρανό, όσο σίγουρα θα ανέτειλε ο Ήλιος στην Ανατολή (το εννοούσαν αυτό ειλικρινά, και δεν υπαινίσσομαι κάτι ειρωνικά).
Όμως το επόμενο βήμα ήταν να βιώσω «το σημείο της πληρότητος του Πνεύματος», το οποίο ήταν η «γλωσσολαλιά». Αυτό συνέβη κατά την διάρκεια μιας «λειτουργίας», αφού είχα «σωθεί». Κάποιοι άρχισαν να προσεύχονται με ακαταλαβίστικα λόγια και τραυλίζοντας, και με ενθάρρυναν να τους συνοδεύσω και εγώ. Το έκανα. Εδώ που τα λέμε, ποτέ δεν «μπήκα στο νόημα» -στα 15 χρόνια ως χαρισματικός- του «γλωσσικού πράγματος» (δηλαδή, γιατί είχε τόση σημασία, πώς σε «διαμόρφωνε» ως Χριστιανό, ή ποιος ήταν ο σκοπός του, αφού κανείς άλλος δεν καταλάβαινε τι έλεγαν). Απλώς μου έλεγαν να «συμπλεύσω» με αυτό, διότι ήταν θέλημα και σκοπός του Θεού, όπως ήταν και η Πεντηκοστή, στο δεύτερο κεφάλαιο των Πράξεων. Μου έλεγαν πως έτσι φανέρωνε τον Εαυτόν Του, μέσω ημών, το Άγιο Πνεύμα του Θεού, μόνο που αυτό υπερέβαινε τον ορθολογισμό των σκέψεών μου. Ακουγόταν κάπως μυστηριώδες, πράγμα που δεν με ενοχλούσε.
Η σωματική θεραπεία και η προσευχή για σωματική θεραπεία ήταν επίσης μεγάλο πράγμα. Μας μάθαιναν, ξανά και ξανά, πως η λύτρωση του Χριστού - η βασιλεία του Θεού - που ήταν ήδη εδώ, και χρειαζόταν μόνο να «απαιτηθεί», συμπεριελάμβανε την θεραπεία της ψυχής ΚΑΙ του σώματος. Προσευχόμασταν για την θεραπεία κάθε είδους, και για τους πάντες: πονοκεφάλους, φαλακρότητα, κρυολογήματα, πονόλαιμους, ισχυαλγίες ...; Τελούσαμε «χειροθεσίες», προσευχόμασταν, με γλωσσολαλιά και με δικά μας λόγια: «Πατέρα Θεέ, θεράπευσε αυτό ή εκείνο, Πατέρα, ευλόγησε αυτό ή εκείνο, Πατέρα, ελευθέρωσε τον αδελφό μας από αυτό ή εκείνο ...;» Βρισκόμουν ήδη μέσα (στην Βασιλεία) και τώρα απλώς έπρεπε να αντλώ από τα άπειρα οφέλη και την δύναμη του Χριστού και του Αγίου Πνεύματος. Κατά κάποιον τρόπο, φάνταζε πως η έλλειψη θεραπείας οφειλόταν στο ότι δεν ήταν αρκετά δυνατή η πίστη σου, αν δεν θεραπευόσουν.
Εν τω μεταξύ, είχα νυμφευθεί την όμορφη σύζυγό μου, την Κολήν, και μαζί της ήταν και η κόρη της (μου), η Τζένιφερ. Μετακινούμασταν αρκετά λόγω της δουλειάς μου, αλλά πάντοτε πηγαίναμε στις χαρισματικές Ευαγγελικές εκκλησίες, η οποίες είχαν μεν ευαγγελική θεολογία, όμως με Πεντηκοστιανή εμπειρία. Καταλήξαμε στην νότιο Καλιφόρνια, όπου ριζώσαμε για τα καλά. Παράλληλα αρχίσαμε να πηγαίνουμε σε μια από τις πιο «καυτές» χαρισματικές Ευαγγελικές εκκλησίες της περιοχής. Η εκκλησία αυτή γέννησε ένα εθνικό και διεθνές κίνημα, και εμείς «εκκλησιαζόμασταν» στην «εκκλησία-έδρα» (στην πραγματικότητα ήταν η αίθουσα συνελεύσεων ενός γυμνασίου), στην περιοχήAnaheim Hills της Καλιφόρνιας. Ο ανώτατος Πάστορας φορούσε μια πολύχρωμη Χαβανέζικη φανέλλα, και είχε υπάρξει κάποτε επαγγελματίας μουσικός, έχοντας παίξει στο πιάνο για το συγκρότημα "The Righteous Brothers" της δεκαετίας του εξήντα. Της λατρείας της εκκλησίας αυτής ηγείτο μια «ομάδα λατρείας», αποτελούμενη από ηλεκτρική μπάντα και τραγουδιστές. Η μουσική τους ήταν σύγχρονη, και κάποια κομμάτια ήταν μάλιστα αρκετά «φορτισμένα» συναισθηματικά, και συγκινητικά. Η τελετή, εντελώς αλλιώτική από αυτές που είχαμε συνηθίσει, διαρκούσε πάρα πολύ ώρα, και μετά ακολουθούσε το μάθημα της Γραφής. Κατόπιν, είχαν μια επί πλέον ώρα μετα-λειτουργικής και εντελώς χαοτικής «διακονίας», όπου ο κόσμος πήγαινε στον μπροστινό χώρο και έκανε ότι του ερχόταν, από το να «ξανα-αφιερώνεται» στον Χριστό (κάτι που και εμείς κάναμε, ξανά και ξανά ..., να προσεύχονται ο ένας για τον άλλον, να προφέρουν «λόγια προφητείας» ...;. Οι άνθρωποι δάκρυζαν με λυγμούς, έκλαιγαν, έτρεμαν, κατέρρεαν στο πάτωμα, μιλούσαν με «γλώσσες», και αυτό το πράγμα συχνά διαρκούσε και μία ώρα μετά την λήξη της τυπικής λειτουργίας. Μετά όλοι έφευγαν, και πήγαιναν για το μεσημβρινό τους γεύμα.
Είχαμε φτάσει σε σημείο να είμαστε συνηθισμένοι σε αυτό το είδος «εκκλησίας» και, μιας και δεν είχα μελετήσει εκκλησιαστική ιστορία, δεν είχα και κανένα σημείο αναφοράς για να αποφασίσω αν αυτός ήταν ο τρόπος που έπρεπε να λειτουργεί μια εκκλησία. Όμως στο διάστημα αυτό, που είχαμε γίνει οικοδεσπότες σε συνάξεις, δάσκαλοι κατηχητικών, και μπλεγμένοι σε ένα σωρό άλλες «διακονίες», ένοιωθα πως η «εσωτερική ζωή» μου δεν συμβάδιζε με την «εξωτερική». Συνέχιζα να παλεύω με διάφορες σκέψεις, ορμές, και συμπεριφορές που επιζητούσα μεν να ξεπεράσω, αλλά δεν φαινόταν να μπορούσα. Σε ποιόν να μιλούσα; Πώς έγιναν «άγια» η εσωτερική και η εξωτερική μου ζωή; Κανείς δεν φαινόταν να γνωρίζει. Ξέρω πως ο Χριστός είχε πει «να γίνετε τέλειοι, όπως ο Πατέρας σας στον ουρανό είναι τέλειος», και επίσης ήξερα πως αυτό δεν είχε συμβεί. Έκανα όλα «τα πράγματα» που μας έλεγαν πως κάνουν οι «σωσμένοι», όμως η εσωτερική μου ζωή παρέμεινε ένα χάος. Κάπου υπήρχε μια αποσύνδεση ...;.
Αυτό που με έκανε τελικά να αρχίσω να σκέφτομαι, ήταν η αυξανόμενη «παλαβομάρα» σε ορισμένα πράγματα που συνέβαιναν στο κίνημα της εκκλησίας μας. Η φάση αυτή αποκορυφώθηκε για μένα, κατόπιν μιας επίσκεψης από δάσκαλο που είχε διακονία που ονομαζόταν «η διακονία του γέλιου». Ανέβαινε στον άμβωνα, και άρχιζε να μιλάει σαν κωμικός «stand up» (όρθιος, εν κινήσει) και μάλιστα σε νυχτερινή, Κυριακάτικη λειτουργία! Σε λίγο, γέμισε ο ναός με δυνατά κραυγαλέα γέλια και υστερικούς λαρυγγισμούς. Όταν έδειχνε με το δάχτυλο προς κάποιο σημείο, φωνάζοντας «Να το!!!» (το Άγιο Πνεύμα!!) τα γέλια αυτά ξεκινούσαν από το σημείο που είχε μόλις υποδείξει, και προχωρούσαν σαν κύμα, ολόγυρα στην αίθουσα του γυμνασίου. Αυτό συνεχιζόταν επί ώρες, ώσπου στο τέλος οι άνθρωποι έπεφταν στο πάτωμα και στους διαδρόμους, σε παροξυσμούς υστερίας. Μιλούσαν ακατάληπτα, με σάλια που τους έφευγαν από το στόμα, ούρλιαζαν και κάγχαζαν. Μερικοί γρύλιζαν κιόλας. Οι άνθρωποι γύρω μου το θεωρούσαν «πνευματικό» αυτό που συνέβαινε, όμως όχι εγώ. Για να λέμε την αλήθεια, είχα αρχίσει να αηδιάζω με όλο το κίνημα, το οποίο δεν πίστευα πως ήταν ο «αληθινός Χριστιανισμός» που βιωνόταν στην «αρχαία Εκκλησία», και για τον οποίο οι άνθρωποι πέθαιναν ως μάρτυρες. Ήμουν σίγουρος πως δεν πέθαναν για αυτή την τρέλα! Όμως δεν είχα ιδέα πού θα μπορούσα να βρω την «αρχαία Εκκλησία». Όλοι έμοιαζαν να την αναζητούσαν, και «πλάθανε» ότι έκαναν βάσει της δικής τους κατανόησης και ερμηνείας του πώς ήταν η «αρχαία εκκλησία», όμως αν αυτό οδηγούσε τους ανθρώπους σε τέτοια υστερία, τότε σίγουρα (η αρχαία εκκλησία) βρισκόταν αλλού, ή πουθενά.
Η αποκάλυψη ήρθε, όταν η εκκλησία πρόσφερε ένα σεμινάριο Σαββατοκύριακου, με καλεσμένο έναν επισκέπτη καθηγητή ιερατικής σχολής Fuller Theological Seminary, με θέμα «Ιστορία της Πρώιμης Εκκλησίας». Διαβάσαμε την «Πρώιμη Εκκλησία» του Henry Chadwick, που άρχιζε από την Ιερουσαλήμ του δεύτερου ναού, και έφτανε μέχρι τον 4ο αιώνα της Χριστιανικής περιόδου. Ανακάλυψα πως η «αρχαία Εκκλησία» ήταν λειτουργική, με Μυστήρια (τρεφόταν με το ίδιο το Σώμα και το Αίμα του Χριστού στην Ευχαριστία), και επίσης είχε κλήρο και ιεράρχες. Υφίστατο «μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία», τα πρώτα χίλια χρόνια του Χριστιανισμού, από την Πεντηκοστή έως το 1054 μ.Χ. Έδωσε πολλούς αγίους άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Και ούτε ήταν μοντέλο μιας μια ξανα-σχεδιασμένης «πρώιμης Εκκλησίας». Έμοιαζε με την Ρωμαιοκαθολική, μόνο με διαφορετικό ήθος, λιγότερο νομικίστικη, και με περισσότερο μυστήριο. Νήστευαν. Ζητούσαν τις μεσιτείες των κεκοιμημένων μαρτύρων και εκείνων που αποκαλούσαν αγίους. Αγαπούσαν την Παρθένο Μαρία, και φυσικά ήσαν εντελώς αφοσιωμένοι στον Χριστό και Τον λάτρευαν ως Δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος. Τελούσαν υπό την επίβλεψη των Επισκόπων, ανθρώπων του Θεού που είχαν απ' ευθείας Αποστολική διαδοχή. Ήσαν «Βιβλικοί» (πρώτα της Παλαιάς Διαθήκης, μετά συνέταξαν τον Κανόνα της Αγίας Γραφής τον οποίον έχουμε και σήμερα), αλλά είχαν και τα «συναφή» από τα οποία μπορούσαν να κατανοήσουν αληθινά τις Γραφές, χωρίς λάθη και αιρέσεις. Δεν έπαιζαν ροκ μουσική, ούτε υπήρχαν γέλωτες μέσα στις λειτουργίες τους. Μάλλον οι λειτουργίες τους είχαν κάτι κατανυκτικό, το οποίο έδινε την εντύπωση πως ετελούντο σε δύο «πνευματικές διαστάσεις» ταυτόχρονα: στην γη και στον ουρανό, μαζί με τα Χερουβείμ, τα Σεραφείμ, και τους Αγίους, που είναι το «μέγα νέφος των μαρτύρων». Ομολογώ πως τα 'χασα εντελώς με όλα αυτά. Ήταν μια εμπειρία επιβεβαιωτική. Κατάλαβα πως αυτό ήταν το «μοντέλο εκκλησίας» του οποίου η Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία δήλωνε πως είναι διάδοχος (όπως το είχα διαβάσει!) Έτρεξα προς τον καλοσυνάτο καθηγητή και τον ρώτησα: «Αυτή η 'αρχαία Εκκλησία' που περιγράψατε, είναι η ίδια Εκκλησία που οι Ανατολικοί Ορθόδοξοι διατείνονται πως είναι η δική τους;» Τέθηκε σαν ερώτημα του «Ναι» ή «Όχι». Δεν ήθελα μισόλογα, και με μεγάλη μου χαρά, δεν μου δόθηκαν. Μου είπε «Ναι» στο ερώτημά μου, σχεδόν αστραπιαία, και πρόσθεσε, «όμως το ερώτημα που πρέπει να θέσεις στον εαυτό σου είναι αν αυτό έχει σημασία» Ε, αυτό δεν ήταν ερώτημα που χρειαζόταν να παλέψω. Είχα περάσει από τον Ρωμαιοκαθολικό κόσμο, τον χαρισματικό-Ευαγγελικό λαβύρινθο, και έψαχνα απεγνωσμένα να βρω ποια ήταν η «αληθινή Εκκλησία» - εκείνη που συνέχιζε να πιστεύει όπως πίστευε η αρχαία Εκκλησία, και που διαμορφώνει τους πιστούς Της όπως τους διαμόρφωνε η αρχαία Εκκλησία τους δικούς Της. Για μένα λοιπόν, είχε τρομερή σημασία!
Έτσι, με κάποιον τρόπο (Κύριος οίδε), ανακάλυψα το βιβλίο «Becoming Orthodox» (Γενόμενος Ορθόδοξος) από τον (τότε) π.Peter Gillquist - η ιστορία του οποίου χρονογράφησε το «ταξίδι» περισσοτέρων των 2000 Ευαγγελικών προς την κανονική Ανατολική Ορθόδοξο Εκκλησία. Η ιστορία αυτή άγγιξε και το τελευταίο μόριο της ύπαρξής μου. Βρήκα το όνομα μιας τοπικής ενορίας που ήταν της ίδιας δικαιοδοσίας (Αντιοχείας) και πήγα στον Όρθρο και την Θεία Λειτουργία. Ειλικρινά, έκλαιγα σε όλη την διάρκειά τους. Κρατώντας τα μάτια μου κλειστά, νόμιζα πως η χορωδία που άκουγα ήταν άγγελοι και όχι άνδρες (ή γυναίκες!). Η ομορφιά και η ιερότητα της Λειτουργίας (την οποία παρακολουθούσα και σε γραπτή μορφή, για να είμαι απόλυτα σίγουρος πως δεν λένε τίποτε «αιρετικό» - για φαντάσου!) με συγκλόνισαν. Όταν ξαναπήγα για τον Μεγάλο Εσπερινό εκείνο το Σαββατόβραδο για τις βραδινές προσευχές, προσευχήθηκαν από το Βιβλίο των Ψαλμών (τα περισσότερα λειτουργικά κείμενα άλλωστε είναι παρμένα από την Αγία Γραφή). Μετά τον Εσπερινό, ακολούθησαν «προσευχές θεραπείας» για τους αρρώστους, με τους ιερείς και τους διακόνους να χρίουν με Ευχέλαιο τους ασθενείς, όπως απαιτεί η Γραφή και η λοιπή Παράδοση. Μπορώ να πω με κάθε ειλικρίνεια, πως για πρώτη ίσως φορά, ένοιωσα την εμπειρία του Αγίου Πνεύματος.. Ο Χριστός, οι άγγελοί Του, οι άγιοί Του, και η εκκλησία Του, όλοι ήσαν ταυτόχρονα παρόντες, κατά τρόπο ανείπωτο. Κατάλαβα τότε, πως επί τέλους, ήμουν «στο σπίτι μου».
Έχουν περάσει ένδεκα χρόνια από εκείνο το βράδυ. Ολόκληρη η οικογένειά μου - η σύζυγός μου, οι κόρες μου, ο γαμπρός μου και τα τρία υπέροχα εγγόνια μου με ακολούθησαν στην Αγία Ορθόδοξη Εκκλησία. Τους είδα όλους να μεγαλώνουν και να ωριμάζουν, παρά τις δυσκολίες και τις πάλες της ζωής. Όλοι μας έχουμε πει - ξανά και ξανά - πόσο ευγνώμονες είμαστε στον Θεό, που προστάτεψε την Εκκλησία Του και που Την διαφύλαξε σώα από τις «πύλες του Άδου», στην αγνή Της μορφή, ανόθευτη και αδιάβρωτη.
πηγή