Οι χώρες του ευρωπαϊκού Νότου γερνούν ακατάπαυστα, όπως δείχνει νέα διεθνής μελέτη, ενώ όσες είναι φιλικότερες προς τις μητέρες (π.χ. Γαλλία, Νορβηγία) κρατούν τη γεννητικότητά τους σε ικανοποιητικά επίπεδα.
Έχει από μικρή όνειρα και στόχους. Περνά τη σχολική ζωή της έχοντας στον νου της «τι θα γίνει όταν μεγαλώσει». Παλεύει για μια θέση στο πανεπιστήμιο και όταν το τελειώνει
προχωρεί και σε μεταπτυχιακές σπουδές, αφού χωρίς αυτές πλέον το βιογραφικό θεωρείται εντελώς «φτωχό». Με αυτά και με εκείνα έχει φτάσει να οδεύει ολοταχώς προς τα τριάντα και ψάχνει αγωνιωδώς για μια… επαγγελματική θέση στον ήλιο. Και όταν τη βρίσκει ξεκινά νέος αγώνας για να καταφέρει να εδραιωθεί, να εξελιχθεί και να ανελιχθεί στην επαγγελματική κλίμακα. Κάπου στο ενδιάμεσο σκέφτεται ότι ίσως ήρθε η ώρα να γίνει και μητέρα, ωστόσο οι επαγγελματικές υποχρεώσεις δεν αφήνουν περιθώριο ούτε για σκέψεις. «Αδύνατον» λέει στον εαυτό της, «δεν προλαβαίνω, άσε που μπορεί να χάσω και τη δουλειά που με τόσο κόπο βρήκα αν μείνω έγκυος». Και τα χρόνια περνούν και εκείνη καθυστερεί συνεχώς τη μητρότητα. Και κάποια ημέρα, όταν τελικά αποφασίσει ότι παρά τις δυσκολίες ήλθε η ώρα να γίνει μητέρα, η ζωή και η φύση πιθανόν να έχουν αποφασίσει διαφορετικά. Αυτή η γνώριμη εικόνα για πολλές γυναίκες αποτελεί και την… άτεκνη φωτογραφία της Ελλάδας, όπως την αποτυπώνει μια νέα διεθνής μελέτη στην οποία συμμετείχε και η χώρα μας. Σύμφωνα με τα ευρήματά της, οι Ελληνίδες και κυρίως εκείνες ανώτερου μορφωτικού επιπέδου καθυστερούν σημαντικά να αποκτήσουν το πρώτο παιδί τους, γεγονός που προφανώς έχει αντίκτυπο τόσο σε προσωπικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο. Αποτέλεσμα είναι ότι η Ελλάδα έχει μετατραπεί σε μια «γερασμένη» χώρα. Ας το λάβουν υπόψη τους οι αρμόδιοι με τις… γερασμένες αντιλήψεις που είναι σε μεγάλο βαθμό υπαίτιοι για το ότι δεν «γεννιούνται» παιδικά χαμόγελα ελπίδας.
Η μελέτη
Η μελέτη που δημοσιεύεται στο τεύχος Νοεμβρίου του επιστημονικού περιοδικού «Ρopulation Studies» αποτελεί «τέκνο» ειδικών από διαφορετικά πανεπιστημιακά ιδρύματα και κέντρα σε Βρετανία, Γαλλία, Νορβηγία, Ιταλία, Ισπανία, Αυστρία, ΗΠΑ και Ελλάδα. Διεξήχθη με χρηματοδότηση του αμερικανικού, μη κερδοσκοπικού ινστιτούτου RΑΝD Corporation, το οποίο έχει ως στόχο τη βελτίωση των πολιτικών που αφορούν την κοινωνική μέριμνα μέσω της έρευνας και της ανάλυσης. Από την Ελλάδα συμμετέχοντες στη μελέτη ήταν η κυρία Γεωργία Βερροπούλου, επίκουρη καθηγήτρια Δημογραφίας στο Τμήμα Στατιστικής και Ασφαλιστικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Πειραιώς, και ο επίκουρος καθηγητής του Τμήματος Κοινωνικής Πολιτικής του Παντείου Πανεπιστημίου κ. Χρ. Μπάγκαβος.
Οι επιστήμονες συνέκριναν επίσημα στατιστικά δεδομένα τα οποία αφορούσαν τις γεννήσεις του πρωτότοκου τέκνου σε διαφορετικές χώρες και συγκεκριμένα στη Γαλλία, στη Νορβηγία, στη Βρετανία, στις ΗΠΑ, στην Ελλάδα, στην Ιταλία και στην Ισπανία. Οπως εξηγεί στο «Βήμα» η κυρία Βερροπούλου, σε ό,τι αφορούσε την Ελλάδα τα δεδομένα προήλθαν από την τελευταία απογραφή του πληθυσμού που έγινε το 2001. Μελετήθηκαν γυναίκες που γεννήθηκαν τη δεκαετία του 1950 και του 1960 (επελέγησαν οι συγκεκριμένες έτσι ώστε να έχουν ολοκληρώσει σε γενικό πλαίσιο τον κύκλο της αναπαραγωγικής ζωής τους όταν διεξήχθη η ανάλυση).
Φιλικές χώρες και μη
Οι συμμετέχουσες χώρες χωρίστηκαν σε τρεις ομάδες: Η πρώτη περιελάμβανε τη Γαλλία και τη Νορβηγία, οι οποίες θεωρούνται «φιλικές» προς τις μητέρες σε ό,τι αφορά την κοινωνική πολιτική τους αφού έχουν υιοθετήσει μέτρα διαφορετικών παροχών όπως οι άδειες ανατροφής μετ΄ αποδοχών, οι γονεϊκές άδειες και τα πολλά επιδόματα. Η δεύτερη ομάδα αφορούσε τον αποκαλούμενο αγγλοαμερικανικό άξονα (Βρετανία και ΗΠΑ), όπου ακολουθούνται όχι ιδιαιτέρως φιλικές προς την οικογένεια και την εργασία της μητέρας πολιτικές, και η τρίτη τη Νότια Ευρώπη (Ελλάδα, Ιταλία, Ισπανία), η οποία έχει και τη λιγότερο… μητρική συμπεριφορά προς τις μέλλουσες- ή και νυν- μητέρες. Η (μη) κοινωνική πολιτική που ακολουθείται στη Νότια Ευρώπη σε ό,τι αφορά τις γυναίκες έχει ήδη αποτυπωθεί τις τελευταίες δεκαετίες και στις γεννήσεις στη χώρα μας, αναφέρει η κυρία Βερροπούλου. «Από τη δεκαετία του 1980 και μετά εμφανίζεται σημαντική πτώση των επιπέδων γονιμότητας στην Ελλάδα. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε χώρες όπως η Βρετανία και οι ΗΠΑ, όπου δεν ακολουθείται και η πιο φιλική πολιτική για τις μητέρες, η γονιμότητα βρίσκεται σε υψηλότερα επίπεδα από τη Νότια Ευρώπη- αντιστοιχούν περίπου 1,8 παιδιά ανά γυναίκα, όταν στις νοτιοευρωπαϊκές χώρες όπως η δική μας μόλις 1,4 παιδιά ανά γυναίκα. Στις δε φιλικές προς τις μητέρες χώρες όπως η Νορβηγία και η Γαλλία η γονιμότητα είναι σχεδόν στα 2 παιδιά ανά γυναίκα».
Οι ερευνητές θέλησαν να δουν πότε έγιναν οι γυναίκες των διαφορετικών χωρών για πρώτη φορά μητέρες αφού προηγουμένως τις χώρισαν σε τρεις κατηγορίες ανάλογα με το επίπεδο μόρφωσής τους. «Η κατώτερη κατηγορία περιελάμβανε γυναίκες που δεν είχαν ολοκληρώσει τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, στο μεσαίο επίπεδο θεωρήθηκε ότι ανήκουν γυναίκες που έχουν συμπληρώσει τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση ή έχουν φοιτήσει σε κάποιες σχολές, που όμως δεν θεωρούνται πανεπιστημιακού επιπέδου, ενώ στο ανώτερο επίπεδο εισήχθησαν οι γυναίκες που είχαν ολοκληρώσει την τριτοβάθμια εκπαίδευση» εξηγεί η κυρία Βερροπούλου.
Σύμφωνα με τα ευρήματα, στις φιλικές προς τις μητέρες χώρες δεν παρατηρείται ανάλογη καθυστέρηση στη γέννηση του πρώτου παιδιού συγκριτικά με τα κράτη της Νότιας Ευρώπης, καθώς και με τις ΗΠΑ και τη Βρετανία. Σε κάθε περίπτωση η όποια καθυστέρηση στις «φιλομητρικές» χώρες είναι ανεξάρτητη από το μορφωτικό επίπεδο της γυναίκας, κάτι που δεν συμβαίνει στα νοτιοευρωπαϊκά κράτη, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας.
Οι Ελληνίδες δεν το αποφασίζουν
Συγκεκριμένα, όπως δείχνουν τα στοιχεία της μελέτης για τη χώρα μας, συνολικά στη γενεά γυναικών που γεννήθηκαν το 1950 το 24,7% απέκτησε το πρώτο τέκνο πριν από την ηλικία των 21 χρόνων, το 35,7% μεταξύ του 21ου και του 25ου έτους, το 21,8% από τα 26 ως τα 33 έτη, ενώ ποσοστό της τάξεως του 17,7% παρέμενε άτεκνο στην ηλικία των 33 ετών. Στη γενεά γυναικών του 1960 οι συσχετισμοί αυτοί φάνηκε να αλλάζουν: Το 17,9% των γυναικών που ανήκαν στη μεταγενέστερη αυτή γενεά απέκτησε το πρώτο παιδί του πριν από τα 21 έτη, ενώ στην περίοδο των σπουδών και της ανεύρεσης εργασίας (μεταξύ 21 και 25 ετών) το ποσοστό των γυναικών που έγιναν για πρώτη φορά μητέρες ήταν 24,8% (δηλαδή, μείωση κατά περίπου 10% σε σύγκριση με τις γυναίκες αντίστοιχης ηλικίας στη γενεά του 1950). Στη γενεά του 1960 το 27,2% των γυναικών απέκτησε το πρώτο παιδί μεταξύ 26 και 33 ετών, ενώ ένα σεβαστό ποσοστό της τάξεως του 30,1% παρέμενε άτεκνο στα 33 έτη.
Η καθυστέρηση της απόφασης για απόκτηση παιδιού φάνηκε μάλιστα να είναι σημαντικά εντονότερη στις Ελληνίδες ανώτερου μορφωτικού επιπέδου: Σε αυτή την κατηγορία από τις γυναίκες που ανήκαν στη γενεά του 1950 το 4,2% απέκτησε το πρώτο παιδί πριν από την ηλικία των 21 ετών, το 25,2% μεταξύ των 21 και 25 ετών, το 40,3% μεταξύ 26 και 33 ετών, ενώ ποσοστό της τάξεως του 30,3% παρέμενε άτεκνο στην ηλικία των 33 χρόνων. Στις δε Ελληνίδες ανώτερου μορφωτικού επιπέδου που γεννήθηκαν δέκα χρόνια αργότερα και ανήκουν στη γενεά του 1960 το 2,8% απέκτησε για πρώτη φορά παιδί πριν από τα 21 έτη, το 14% μεταξύ των 21 και 25 ετών, το 43% μεταξύ 26 και 33 ετών, ενώ στην ηλικία των 33 ετών τέσσερις στις δέκα γυναίκες παρέμεναν άτε κνες. Για να εννοήσει κάποιος καλύτερα τη διαφορά αξίζει να αναφέρουμε ότι από τις γυναίκες της γενεάς του 1960 που ανήκαν στο κατώτερο μορφωτικό επίπεδο τέσσερις στις 10 απέκτησαν το πρώτο παιδί τους πριν από την ηλικία των 21 ετών ενώ μόλις το 17% δεν είχε αποκτήσει παιδί ως την ηλικία των 33 ετών.
Η Νότια Ευρώπη γερνά
Παρόμοια με την (άτεκνη) εικόνα της Ελλάδας είναι εκείνη που αποτυπώνεται και στα υπόλοιπα κράτη της Νότιας Ευρώπης αλλά ως κάποιον βαθμό και στη Βρετανία και στις ΗΠΑ, σύμφωνα με τη μελέτη. Ωστόσο σε χώρες όπως η Νορβηγία, που θεωρείται από τις «ηγέτιδες» σε ό,τι αφορά το κοινωνικό κράτος, τα δεδομένα αποδεικνύουν ότι οι γυναίκες ισορροπούν πολύ καλύτερα μεταξύ των δύο σημαντικών ρόλων τους, αυτού που αφορά τις σπουδές και την επαγγελματική ζωή και εκείνου που αφορά τη μητρότητα: Για να κάνετε ευκολότερα τις συγκρίσεις αξίζει να μάθετε ότι οι Νορβηγίδες της γενεάς του 1960 απέκτησαν το πρώτο τους παιδί πριν από το 21ο έτος τους σε ποσοστό της τάξεως του 12%, μεταξύ του 21ου και του 25ου έτους τους σε ποσοστό περίπου 32%, ενώ μεταξύ του 26ου και του 33ου έτους τους σε ποσοστό της τάξεως του 36,5%. Περίπου δύο στις δέκα γυναίκες αυτής της γενεάς παρέμεναν άτεκνες στο 33ο έτος της ζωής τους. Όπως φαίνεται λοιπόν και από τα στοιχεία, ακόμη και στα παραγωγικά χρόνια των σπουδών, της μεταπτυχιακής εκπαίδευσης και της εύρεσης εργασίας δεν είναι λίγες οι γυναίκες που αποφασίζουν να γίνουν μητέρες, αρκεί να γνωρίζουν ότι θα ζουν σε ένα περιβάλλον που θα τους επιτρέψει να το πράξουν. Μάλλον το κατάλληλο αυτό περιβάλλον είναι το… κρύο σε ό,τι αφορά το κλίμα αλλά άκρως ζεστό για τις μητέρες βορειοευρωπαϊκό και όχι το κατά τα άλλα… εύκρατο αλλά άκρως ψυχρό σε ό,τι αφορά τη στήριξη των γυναικών περιβάλλον της Νότιας Ευρώπης.
Οι εκτιμήσεις των ειδικών είναι ότι αυτή η τάση της (μη) μητρότητας συνεχίζεται αμείωτη στη χώρα μας. Ωστόσο η κυρία Βερροπούλου επισημαίνει ότι κάτι τέτοιο μένει να υπολογιστεί επισήμως στο μέλλον αφού δεν έχουμε στα χέρια μας νέα στοιχεία απογραφής του πληθυσμού ώστε να μπορούμε να εξαγάγουμε ασφαλή συμπεράσματα.
Οι κοινωνικές αιτίες
Για ποιον λόγο όμως οι Ελληνίδες καθυστερούν τη μητρότητα; Τα αίτια του φαινομένου είναι ποικίλα, σχολιάζει η καθηγήτρια. «Ιδιαίτερης σημασίας είναι ότι από τη μία πλευρά οι ίδιες οι γυναίκες με την πάροδο του χρόνου είδαν πιο “ζεστά” το θέμα της εκπαίδευσης και της εργασίας, όπως ήταν και είναι οι επιταγές των καιρών. Από την άλλη πλευρά, η πολιτεία στις χώρες της Νότιας Ευρώπης, όπως η δική μας, δεν διευκόλυνε τις γυναίκες στον διπλό ρόλο που κλήθηκαν να παίξουν προσπαθώντας να ισορροπήσουν τις σπουδές και αργότερα την εργασία με τη μητρότητα. Έτσι η τάση είναι οι γυναίκες να καθυστερούν ολοένα και περισσότερο την απόφαση για μητρότητα, γεγονός που έχει τόσο βιολογικές όσο και κοινωνικές επιπτώσεις».
Ποιες είναι αυτές οι επιπτώσεις; Η επιστήμονας εξηγεί ότι «αρχικώς το να καθυστερήσει μια γυναίκα να κάνει το πρώτο παιδί μεταφράζεται τελικώς σε ακόμη δυσκολότερη απόφαση να φέρει στον κόσμο και δεύτερο,γ εγονός που συνδέεται με υπογεννητικότητα στη χώρα. Παράλληλα η καθυστέρηση έχει και βιολογικές παραμέτρους αφού η γονιμότητα των γυναικών αρχίζει να φθίνει μετά τα 30 έτη, με αποτέλεσμα όταν η γυναίκα αισθάνεται έτοιμη να γίνει μητέρα να έρχεται πολλές φορές αντιμέτωπη με τη…φύση».
Το μήνυμα, λοιπόν, σύμφωνα με την κυρία Βερροπούλου, πρέπει πρώτα να αποσταλεί στην πολιτεία, η οποία οφείλει να διευκολύνει τις γυναίκες στο να συνδυάσουν τον ρόλο της εργαζόμενης με εκείνον της μητέρας. Μπορεί στις ημέρες που ζούμε να φαίνεται δύσκολο αλλά δεν είναι αδύνατον: σε χώρες όπως η Σουηδία οι γυναίκες μπορούν να πάρουν άδεια ανατροφής τέκνου επί 36 μήνες με αποδοχές, στη Γαλλία οι τρίτεκνες γυναίκες τυγχάνουν σημαντικής υποστήριξης, ενώ στη Γερμανία υπάρχουν σημαντικά επιδόματα από το πρώτο κιόλας παιδί, το ύψος των οποίων ανεβαίνει μάλιστα με κάθε γέννα. Και το μήνυμα πρέπει να αποσταλεί όχι μόνο στους υπευθύνους του δημόσιου τομέα της χώρας μας αλλά και σε εκείνους του ιδιωτικού που αρκετές φορές στέκονται εμπόδιο απέναντι σε ένα αναφαίρετο δικαίωμα κάθε γυναίκας που επιθυμεί να το ασκήσει, καταλήγει η επιστήμονας. Το μήνυμα εστάλη. Μακάρι να παραδοθεί και να μη μείνει αναπάντητο…
ΒΑΔΙΖΟΥΜΕ ΟΛΟΤΑΧΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟ…ΓΗΡΟΚΟΜΕΙΟ
Τα στοιχεία της νέας μελέτης αποτελούν ένα κομμάτι του παζλ που οδηγεί στην αποδεδειγμένη πτώση της γονιμότητας των Ελληνίδων, η οποία αποτυπώνεται και από τα επίσημα δεδομένα της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Υπηρεσίας (Εurostat). Είναι χαρακτηριστικό ότι η γονιμότητα στην Ελλάδα ήταν το 1990 στο 1,4 (παιδιά ανά γυναίκα), το 1995 στο 1,31, το 2000 στο 1,26 και το 2005 στο 1,33. Σημειώνεται ότι μόνο το 2008 εμφανίστηκε μια μικρή αύξηση της γονιμότητας η οποία έφθασε στο 1,51. Η επίκουρη καθηγήτρια Δημογραφίας στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς κυρία Γεωργία Βερροπούλου εξηγεί ότι, όπως δείχνουν τα πιο πρόσφατα διαθέσιμα στοιχεία (2006), η αύξηση αυτή οφείλεται ουσιαστικώς στην υψηλότερη γονιμότητα των μεταναστών, αφού από το σύνολο των γεννήσεων το 17% αφορά μετανάστριες.
Την ίδια στιγμή στη Γαλλία, που θεωρείται από τις…θετικά προσκείμενες στις μητέρες χώρες, η γονιμότητα των γυναικών ήταν το 2000 στο 1,89 και το 2005 στο 1,94 ενώ στη Νορβηγία το 2000 ήταν στο 1,85 και το 2005 στο 1,84. Παρόμοια επίπεδα γονιμότητας με τη Γαλλία και τη Νορβηγία εμφανίζουν η Βρετανία και οι ΗΠΑ, ενώ στα…τάρταρα της γονιμότητας, όπως συμβαίνει με την Ελλάδα, βρίσκονται η Ισπανία και η Ιταλία. Εννοεί κάποιος εύκολα τι σημαίνει για μια χώρα το να έχει επίπεδα γονιμότητας ίδια με αυτά της Ελλάδας αν αναλογιστεί ότι το επίπεδο αναπλήρωσης των γενεών είναι το 2,1. «Κάτω από αυτό το όριο οι γενιές δεν αναπληρώνονται και η χώρα “γερνά”» τονίζει η κυρία Βερροπούλου. Δεν είναι τυχαίο ότι, σύμφωνα με την τελευταία απογραφή του πληθυσμού το 2001, η Ελλάδα κρατά τα σκήπτρα της πιο γερασμένης χώρας στην Ευρώπη μαζί με την Ιταλία, αφού το ποσοστό των ηλικιωμένων (άτομα 65 ετών και άνω) αγγίζει το 17% του συνολικού πληθυσμού. Όλα δείχνουν λοιπόν ότι η χώρα μας οδεύει ολοταχώς προς το…γηροκομείο. [ΘΕΟΔΩΡΑ ΤΣΩΛΗ, ΒΗΜΑ]
Αναρτήθηκε από τον/την