(Συνέντευξη στον Άρη Χατζηστεφάνου)
Όταν τον συνάντησα στο σπίτι του, στη Νέα Υόρκη, για τις ανάγκες του ντοκιμαντέρ «Catastroika», η εικόνα του παρέπεμπε περισσότερο σε ηθοποιό, παρά σε δημοσιογράφο. Στις φωτογρα φίες του στους τοίχους αλλά και στο οπισθόφυλλο του τελευταίου του βιβλίου, που μόλις είχε έρθει από το τυπογραφείο, φορούσε καμπαρντίνα και καπέλο ντεντέκτιβ της δεκαετίας του ’40. Στην καριέρα του, όμως, ο Γκρεγκ Πάλαστ έχει παίξει έναν και μοναδικό ρόλο – αυτόν του δημοσιογράφου-ερευνητή. Έχοντας θητεύσει στο βρετανικό BBC αλλά και στον Observer, συνεχίζει τα τελευταία χρόνια τις έρευνές του, μέσα από ντοκιμαντέρ αλλά και εκδόσεις βιβλίων, που καταλήγουν πάντα στα ευπώλητα των μεγαλύτερων βιβλιοπωλείων του κόσμου.
Ο Πάλαστ θα γίνει γνωστός στο ευρύ κοινό μέσω του βιβλίου του The best Democracy money can buy (Δημοκρατία σε τιμή ευκαιρίας), στο οποίο, μεταξύ άλλων, περιγράφει τη διαδικασία νοθείας με την οποία η οικογένεια Μπους κατάφερε να επηρεάσει το εκλογικό αποτέλεσμα στην Καλιφόρνια, κερδίζοντας έτσι την προεδρία των ΗΠΑ. Στο τελευταίο του βιβλίο, με τίτλο Vultures’ picnic (Το πικνίκ των όρνεων), ο Πάλαστ επιστρέφει στο αγαπημένο του θέμα: το ρόλο των πολυεθνικών εταιρειών και οργανισμών στον έλεγχο του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος. Η έρευνά του τον φέρνει στην Ελλάδα της Goldman Sachs αλλά και της Ευρωζώνης, δύο εκ των βασικότερων, κατά την άποψή του, παραγόντων που οδήγησαν τη χώρα στη σημερινή της κατάσταση.
Κύριε Πάλαστ, ποια είναι τα «όρνεα» της παγκόσμιας οικονομίας, για τα οποία γράφετε στο τελευταίο σας βιβλίο;...
Όταν τον συνάντησα στο σπίτι του, στη Νέα Υόρκη, για τις ανάγκες του ντοκιμαντέρ «Catastroika», η εικόνα του παρέπεμπε περισσότερο σε ηθοποιό, παρά σε δημοσιογράφο. Στις φωτογρα φίες του στους τοίχους αλλά και στο οπισθόφυλλο του τελευταίου του βιβλίου, που μόλις είχε έρθει από το τυπογραφείο, φορούσε καμπαρντίνα και καπέλο ντεντέκτιβ της δεκαετίας του ’40. Στην καριέρα του, όμως, ο Γκρεγκ Πάλαστ έχει παίξει έναν και μοναδικό ρόλο – αυτόν του δημοσιογράφου-ερευνητή. Έχοντας θητεύσει στο βρετανικό BBC αλλά και στον Observer, συνεχίζει τα τελευταία χρόνια τις έρευνές του, μέσα από ντοκιμαντέρ αλλά και εκδόσεις βιβλίων, που καταλήγουν πάντα στα ευπώλητα των μεγαλύτερων βιβλιοπωλείων του κόσμου.
Ο Πάλαστ θα γίνει γνωστός στο ευρύ κοινό μέσω του βιβλίου του The best Democracy money can buy (Δημοκρατία σε τιμή ευκαιρίας), στο οποίο, μεταξύ άλλων, περιγράφει τη διαδικασία νοθείας με την οποία η οικογένεια Μπους κατάφερε να επηρεάσει το εκλογικό αποτέλεσμα στην Καλιφόρνια, κερδίζοντας έτσι την προεδρία των ΗΠΑ. Στο τελευταίο του βιβλίο, με τίτλο Vultures’ picnic (Το πικνίκ των όρνεων), ο Πάλαστ επιστρέφει στο αγαπημένο του θέμα: το ρόλο των πολυεθνικών εταιρειών και οργανισμών στον έλεγχο του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος. Η έρευνά του τον φέρνει στην Ελλάδα της Goldman Sachs αλλά και της Ευρωζώνης, δύο εκ των βασικότερων, κατά την άποψή του, παραγόντων που οδήγησαν τη χώρα στη σημερινή της κατάσταση.
Κύριε Πάλαστ, ποια είναι τα «όρνεα» της παγκόσμιας οικονομίας, για τα οποία γράφετε στο τελευταίο σας βιβλίο;...
Αυτό που λέω στο βιβλίο μου δεν διαφέρει από αυτό που υποστηρίζει και το κίνημα για την κατάληψη της Wall Street, ότι, δηλαδή, το 1% ελέγχει το 99%. Ζούμε σε ένα οικονομικό σύστημα που ελέγχεται από απατεώνες. Είναι πειρατικές δυνάμεις ενός πειρατικού συστήματος. Στόχος μου ήταν να δω τους μηχανισμούς λειτουργίας των μεγάλων πολυεθνικών. Ερεύνησα έγγραφα και συνάντησα ανθρώπους που μου έδωσαν τα πραγματικά στοιχεία για τη λειτουργία αυτών των μηχανισμών.
Πολλές φορές βρέθηκα να δουλεύω λίγο σαν κατάσκοπος, προκειμένου να συλλέξω πληροφορίες από εταιρείες όπως η BP. Πρόκειται για εταιρείες που δεν θα διστάσουν να δωροδοκήσουν και να ασκήσουν κάθε είδους πιέσεις για να αποκτήσουν τον έλεγχο πλουτοπαραγωγικών πηγών και πετρελαϊκών κοιτασμάτων. Όταν μιλούν για σύστημα ιδιωτικών επιχειρήσεων δεν εννοούν ένα σύστημα ελεύθερου επιχειρείν. Πρόκειται για ομάδες από όρνεα που κάνουν το πικνίκ τους.
Η έρευνα σας οδήγησε και στην Ελλάδα, την οποία χαρακτηρίζετε ως «τόπο του εγκλήματος». Ποιος ήταν ο δράστης αυτού του εγκλήματος;
Στο νέο μου βιβλίο παρουσιάζω τα στοιχεία για τη συνεργασία της Goldman Sachs με την προηγούμενη κυβέρνηση και για τα παιχνίδια που έπαιξαν με το ευρώ, καλύπτοντας το τεράστιο έλλειμμα. Αρκετές ακόμη χώρες ακολουθούν παρό μοιες πρακτικές, αλλά στην περίπτωση της Ελλάδας οι αγορές, αφού έμαθαν για τη συνεργασία με την Goldman Sachs, ισχυρίστηκαν ότι έπεσαν θύματα απάτης, γι’ αυτό και θα έπρεπε να αυξήσουν τα επιτόκια δανεισμού. Φυσικά, καμία χώρα αλλά και κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να επιβιώσει, όταν του ανεβάζουν τα επιτόκια κατά 6%, 7% ή και 8%.
Αυτή τη στιγμή, εάν αφαιρέσετε από τον προϋπολογισμό τις δαπάνες για την αποπληρωμή των δανείων, δεν θα απέχετε πολύ από το να έχετε πλεονασματικό προϋπολογισμό.
Κατά την άποψή μου, η Ελλάδα έπεσε θύμα ενός στυγερού εγκλήματος. Καταρχάς, ο λαός εξαπατήθηκε από την Goldman Sachs και την προηγούμενη κυβέρνηση και στη συνέχεια από τα επιτόκια των αγορών. Αυτό είναι αποτέλεσμα ενός εγκλήματος, δεν σχετίζεται, δηλαδή, με το αν ξοδεύατε περισσότερα απ’ όσα μπορούσε να αντέξει η οικονομία, όπως ισχυρίζεται η Γερμανία. Πρόκειται για ένα φαύλο κύκλο, ο οποίος, φυσικά, σχετίζεται με το γεγονός ότι η οικονομία είναι προσδεμένη στο ευρώ.
Με ποιον τρόπο;
Ξέρετε, ήμουν μαθητής του Μίλτον Φρίντμαν, αν και κανένας δεν το πιστεύει πλέον (γέλια). Έτσι, παρακολούθησα και το έργο του Ρόμπερτ Μάντελ, ο οποίος ουσιαστικά δημιούργησε την αρχιτεκτονική του ευρώ. Κι αυτό που έλεγε ο Μάντελ, χωρίς να κρύβεται πίσω από τις λέξεις, είναι ότι στόχος του ευρώ δεν ήταν ποτέ να ενώσει τους λαούς της Ευρώπης. Νομίζετε ότι οι Καναδοί ή οι Αμερικανοί ενδιαφέρονται για το αν θα είστε μονιασμένοι και ευτυχισμένοι στην Ευρώπη; Στόχος του ευρώ ήταν να τερματίσει το κράτος πρόνοιας στην Ευρώπη και, κυρίως, το δίχτυ ασφαλείας που προσφέρουν οι δημόσιες υπηρεσίες. Ταυτόχρονα, όμως, στόχος ήταν και η διάλυση της δύναμης των συνδικάτων. Το ευρώ στερεί από τις χώρες-μέλη κάθε δυνατότητα άσκησης όχι μόνο νομισματικής, αλλά και δημοσιονομικής πολιτικής.
Εάν, λοιπόν, βρεθείς στη δίνη της ύφεσης, δεν μπορείς να αυξήσεις την κυκλοφορία του χρήματος ή να δη μιουργήσεις θέσεις εργασίας, με αποτέλεσμα η οικονομία να ακολουθεί συνεχώς καθοδική τροχιά. Το μόνο που σου επιτρέπεται πλέον να κάνεις είναι να μειώνεις τις θέσεις εργα σίας και να περιορίζεις τους μισθούς και τα επιδόματα, προκειμένου να κρατήσεις τις ξένες επιχειρήσεις στη χώρα σου. Στο τέλος, αντί να σου παρέχεται η δυνατότητα να δημιουργήσεις μια ζωντανή οικονομία, καταλήγεις να μετατραπείς σε μια δεξαμενή φτηνού εργατικού δυναμικού.
Αυτός, λοιπόν, ήταν ο στόχος του Μάντελ. Δεν πρόκειται για συνωμοσία ενός κακού ανθρώπου. Αυτός απλώς πίστευε πως, μέσω της ελεύθερης αγοράς, θα προσέφερε ανάπτυξη στις οικονομίες της Ευρώπης. Φυσικά, κάτι τέτοιο δεν συνέβη. Στην πραγματικότητα, έβαλε φωτιά σε όλες αυτές τις χώρες.
Μια από τις λύσεις που προτείνονται στην Ελλάδα είναι οι μαζικές ιδιωτικοποιήσεις της δημόσιας περιουσίας και η απελευθέρωση όλων των αγορών. Ποια είναι η δική σας εμπειρία από ανάλογες κινήσεις σε άλλες χώρες;
Κανένας δεν ιδιωτικοποιεί ούτε ανοίγει τις αγορές του, εάν δεν του βάλουν το πιστόλι στον κρόταφο. Αυτή είναι τώρα και η περίπτωση της Ελλάδας, της Ιταλίας, της Ισπανίας και τόσων άλλων χωρών. Πρόκειται για περιπτώσεις όπου η πορεία της οικονομίας οδηγεί σε επιλογές απελπισίας. Αντίθετα, σε περιοχές όπως η Λατινική Αμερική όχι μόνο δεν συναντάς πλέον τέτοιες κινήσεις, αλλά, αντιθέτως, επιχειρείται μια αντιστροφή του πνεύματος της ελεύθερης αγοράς και των ιδιωτικοποιήσεων που τη συνοδεύουν. Ο Λούλα στη Βραζιλία, λόγου χάρη, διέκοψε την ιδιωτικοποίηση της επιχείρησης ηλεκτρικής ενέργειας. Επίσης, ανέκοψε την πορεία ιδιωτικοποίησης των κρατικών τραπεζών. Κι αυτός, ξέρετε, ήταν ένας από τους λόγους για τους οποίους απέφυγε τους κινδύνους της ύφεσης, διότι οι τράπεζες συνέχισαν να δανείζουν χρήματα.
Σε χώρες, λοιπόν, όπως η Αργεντινή, η Βολιβία ή ο Ισημερινός δεν συναντάς συνέχιση των ιδιωτικοποιήσεων, αλλά αντιστροφή της πορείας αυτής. Επιχειρούν να ανακτήσουν τον έλεγχο επιχειρήσεων που δόθηκαν στον ιδιωτικό τομέα. Σε ορισμένες περιπτώσεις, είναι αναγκασμένες να το κάνουν, εάν θέλουν να επιβιώσουν. Στο Μπουένος Άιρες, λόγου χάρη, η Enron είχε αποκτήσει τον έλεγχο του δικτύου ύδρευσης, με αποτέλεσμα να προκύψουν τεράστια προβλήματα στην υδροδότηση, καθώς οι ιδιωτικές εταιρείες δεν είχαν κανένα απολύτως κίνητρο για να επενδύσουν στις υποδομές του δικτύου. Έπρεπε, λοιπόν, η Αργεντινή να επανεθνικοποιήσει την επιχείρηση ύδρευσης.
(Επίκαιρα)
http://online-pressblog.blogspot.com/