Η απάντηση είναι πολύ απλή: Γιατί οι Έλληνες έχουν βολευτεί εδώ και πάρα
πολλά χρόνια με τον κρατισμό, δηλαδή χωρίς ανάληψη ατομικής ευθύνης.
Για οποιοδήποτε ζήτημα η ερώτηση είναι έτοιμη: Τι κάνει το κράτος; Ας
πούμε ότι γίνεται μια πλημμύρα γιατί ...
κτίστηκαν αυθαίρετα σπίτια μέσα σε έναν χείμαρρο. Ο δημοσιογράφος,
λοιπόν, παίρνει συνέντευξη από μια κυρία με αυθαίρετο (που τα πόδια της
είναι, φυσικά, μέσα στο νερό). Η κυρία φωνάζει: Πού είναι το κράτος και
δεν έρχεται κανείς να μαζέψει τα νερά; Ο δημοσιογράφος δεν τη ρωτάει
(ποτέ) γιατί έκτισε αυθαίρετο μέσα στον χείμαρρο, αλλά καταγγέλλει κι
αυτός το κράτος που δεν βοηθάει την κυρία.
Ας πούμε ότι γίνεται μια πυρκαγιά σε δασική έκταση, όπου υπάρχουν
σπαρμένα αυθαίρετα σπίτια. Ο δημοσιογράφος είναι πάλι εκεί και παίρνει
συνέντευξη από έναν κύριο με φανελάκι (κασκορσέ το έλεγε η γιαγιά μου)
και σορτσάκι, κρατώντας ένα κλαδί στο χέρι για να σβήσει τη φωτιά που
πηγαίνει σπίτι του. Ο κύριος φωνάζει: Πού είναι το κράτος και δεν
στέλνει ένα πυροσβεστικό και πυροσβέστες πριν να καεί το σπίτι μου;
Ο δημοσιογράφος δεν τον ρωτάει (ποτέ) γιατί έκτισε αυθαίρετο σπίτι μέσα
σε δασική έκταση, ούτε τον ρωτάει γιατί δεν έχει καθαρίσει από τα ξερά
χόρτα την αυλή του και τον χώρο γύρω από το οικόπεδό του. Ο
δημοσιογράφος καταγγέλει κι αυτός το ανοργάνωτο κράτος που δεν μπορεί να
στείλει από ένα πυροσβεστικό σε κάθε σπίτι που κινδυνεύει από τη φωτιά.
Ας πούμε ότι γίνεται μια κοινωνική δημοσιογραφική έρευνα στον δρόμο. Μια
κυρία λέει στον δημοσιογράφο: Τι κράτος είναι αυτό που η κόρη μου με
τρία πτυχία δεν μπορεί να βρει δουλειά;
Η κυρία, φυσικά, εννοεί πως η κόρη της δεν μπορεί να διοριστεί στο
δημόσιο. Ο δημοσιογράφος κατηγορεί κι αυτός το κράτος στο οποίο δεν
υπάρχει αξιοκρατία. Ο δημοσιογράφος δεν ρωτάει, φυσικά, την κυρία τι
είδους πτυχία έχει η κόρη της ούτε τι είδους δουλειά θα ήθελε η κόρη της
να κάνει.
Πριν από μερικά χρόνια ένας (πρώην;) ηθοποιός άρχισε να γυρίζει τα
κανάλια και να μιλάει για το δράμα του: τα δυο του παιδιά είχαν μπλέξει
(από τα δεκαπέντε χρόνια τους) με ναρκωτικά και το ένα πέθανε (φυσικά)
κάποια στιγμή.
Προφανώς, εκτός από την «καταγγελία» της κοινωνίας και των εμπόρων
ναρκωτικών, ο άνθρωπος ζητούσε την ηθική μας συμπαράσταση στο δράμα του.
Tα κανάλια και κάποιοι «επώνυμοι» του την πρόσφεραν απλόχερα, αντί να
«πάρουν μια βρεγμένη σανίδα». Άτιμη κοινωνία (δηλαδή κράτος) – όχι τι
έκανες εσύ για τα παιδιά σου…
Τα πάντα αναφέρονται στο κράτος, δίνοντας πάντα αμνηστεία στο γεγονός
πως εμείς (ψηφίζοντας κατάλληλα) φτιάξαμε αυτό το κράτος. Και, ξαφνικά,
κάποιοι φιλελεύθεροι μας λένε να αναλάβουμε την ευθύνη της ζωής μας –
κάτι που όχι μόνο δεν είμαστε προετοιμασμένοι να κάνουμε, αλλά ούτε καν
το καταλαβαίνουμε. Αισθανόμαστε, όμως, πως δεν θα μπορούμε πια να
δίνουμε δικαιολογίες στον εαυτό μας ούτε να φορτώνουμε σε άλλους το
φταίξιμο για όλα τα δεινά.
Έτσι, όπως ο πνιγμένος από τα μαλλιά του πιάνεται, ψάχνουμε για άλλες
εύκολες λύσεις. Κι επειδή πολλοί βλέπουν πως αυτές δεν υπάρχουν
καταλήγουν στην αποχή, δηλαδή σηκώνουν ψηλά τα χέρια…