Μπορεί μια κυβέρνηση να διαβρώσει τους πραγματικούς μισθούς με τον
πληθωρισμό, αλλά είναι σχεδόν αδύνατον να τους περικόψει σημαντικά σε
απόλυτες τιμές. Έχουν την τάση να μένουν «κολλημένοι», έλεγε ο Κέινς από
τη δεκαετία του 1920. Οι εργοδότες αποφεύγουν να κόβουν τους
ονομαστικούς μισθούς, επειδή «φοβούνται μήπως πυροδοτήσουν αντιδράσεις
σε δύσκολους οικονομικά καιρούς», έγραφαν οι σπουδαίοι Κάνεμαν, Κνετς
και Θάλερ το 1986 στην «Αμερικανική Οικονομική Επιθεώρηση».
Ομως, σε ποια σύγχρονη Δημοκρατία θα μπορούσε να επιβληθούν άγριες περικοπές στους μισθούς του ιδιωτικού τομέα χωρίς να χρειαστεί να καταφύγει στην αστυνομική καταστολή; Στην Ελλάδα της «εσωτερικής υποτίμησης». Κοινώς, η Ελλάδα δεν αποκλείεται να γίνει Βουλγαρία! Ομως, πρόκειται για συνταγή που θα μας «επαναφέρει στον δρόμο της δημοσιονομικής εξυγίανσης και της ποθητής ανταγωνιστικότητας». Αλλά εγώ προτιμώ να παραμείνω «Ρωμιά και αμαρτωλή».
Πολλοί οικονομολόγοι επιμένουν ότι η στρατηγική της μαζικής μείωσης των μισθών, που εφαρμόζεται στη μισή Ευρώπη, αργά ή γρήγορα θα αποδειχθεί μοιραία. Δοκιμάστηκε στις αρχές του 1930 με ολέθρια αποτελέσματα. Μια τέτοια στρατηγική είχε ακολουθήσει η κυβέρνηση του Πιερ Λαβάλ το 1935. Το αποτέλεσμα ήταν να προκαλέσει βίαιες απεργίες των ναυτεργατών στη Γαλλία, φόνους από την αστυνομία και μαζικές εκδηλώσεις διαμαρτυρίας. Και ως φυσικό επακόλουθο ήρθε η εκλογική νίκη του Λαϊκού Μετώπου, σε συμμαχία με τους κομμουνιστές. Η θλιβερή αυτή ιστορία της άγριας λιτότητας και της καταλήστευσης των μισθών αποδείχθηκε στο τέλος χωρίς νόημα. Και έσπρωξε τη Γαλλία επικίνδυνα κοντά στον εμφύλιο σπαραγμό. Ωστόσο, το αυτονόητο είναι πως ουδείς Ελληνας θέλει η χώρα του να γίνει Βουλγαρία ή Ρουμανία – μπορεί να μην ξέρει πώς θα το αποφύγει, αλλά σίγουρα δεν το θέλει. Με αποτέλεσμα, κάτι που θα μπορούσε να διατυπωθεί ως εθνικό σχέδιο να κυκλοφορεί απλώς ως πείσμα ή φασαρία. Αν θέλουν να αυτοκτονήσουν (κι εμείς μαζί τους…) μπορούν να αδρανήσουν στο ενδεχόμενο να γίνουμε «προσεχώς Βουλγάρες!», αλλά είναι σίγουρο ότι θα μας στείλουν στην αγκαλιά του Τσίπρα. Αν θέλουν να σωθούν (κι εμείς μαζί τους…) χρειάζεται να παρουσιάσουν μιαν άλλη προοπτική από αυτήν που εφαρμόζεται τρία χρόνια από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το ΔΝΤ. Αλλος, τρίτος δρόμος δεν υπάρχει.
Από την αρχή της κρίσης, ουδέποτε υπήρξε «ελληνικό σχέδιο» για την αντιμετώπισή της. Τόσο η μονοκομματική κυβέρνηση Παπανδρέου όσο και η δικομματική κυβέρνηση Παπαδήμου και η τρικομματική κυβέρνηση Σαμαρά διαπραγματεύονταν διαρκώς με την πλάτη στον τοίχο τα σχέδια που εκπονούσαν για λογαριασμό μας οι δανειστές. Έτσι, υποχρεώθηκαν να συζητούν στη βάση του πλαισίου που έθεταν οι άλλοι, με τη λογική των άλλων και με τις επιλογές ή τους εκβιασμούς των άλλων. Επί της ουσίας, δεν είχαν τίποτε να αντιτείνουν. Αλλά και αν είχαν, στερούνταν την αξιοπιστία για να το επιβάλουν. Εκ των πραγμάτων, λοιπόν, κατασκεύασαν έναν μονόδρομο, από τον οποίο απεδείχθη σχεδόν αδύνατον να απομακρυνθούν. Τον μονόδρομο που οδηγεί στη Βουλγαρία.
Ο αριθμός των νεόπτωχων έχει αυξηθεί δραματικά, οι αυτοκτονίες είναι καθημερινό φαινόμενο, οικογένειες διαλύονται, η ανεργία είναι πάνω από 27%. Η κοινωνική αναταραχή δεν είναι απαραίτητο ότι σημαίνει πόλεμο στους δρόμους, ξύλο, συγκρούσεις με την αστυνομία κ.λπ. Μπορεί να σημαίνει άρνηση πληρωμής –όχι γιατί δεν θέλουν, αλλά γιατί δεν μπορούν να πληρώσουν– φόρων και άλλων χρεών. Ετσι, τα ταμεία θα «κρασάρουν», η οικονομία θα διαλυθεί και… γαία πυρί μειχθήτω.
Ομως, σε ποια σύγχρονη Δημοκρατία θα μπορούσε να επιβληθούν άγριες περικοπές στους μισθούς του ιδιωτικού τομέα χωρίς να χρειαστεί να καταφύγει στην αστυνομική καταστολή; Στην Ελλάδα της «εσωτερικής υποτίμησης». Κοινώς, η Ελλάδα δεν αποκλείεται να γίνει Βουλγαρία! Ομως, πρόκειται για συνταγή που θα μας «επαναφέρει στον δρόμο της δημοσιονομικής εξυγίανσης και της ποθητής ανταγωνιστικότητας». Αλλά εγώ προτιμώ να παραμείνω «Ρωμιά και αμαρτωλή».
Πολλοί οικονομολόγοι επιμένουν ότι η στρατηγική της μαζικής μείωσης των μισθών, που εφαρμόζεται στη μισή Ευρώπη, αργά ή γρήγορα θα αποδειχθεί μοιραία. Δοκιμάστηκε στις αρχές του 1930 με ολέθρια αποτελέσματα. Μια τέτοια στρατηγική είχε ακολουθήσει η κυβέρνηση του Πιερ Λαβάλ το 1935. Το αποτέλεσμα ήταν να προκαλέσει βίαιες απεργίες των ναυτεργατών στη Γαλλία, φόνους από την αστυνομία και μαζικές εκδηλώσεις διαμαρτυρίας. Και ως φυσικό επακόλουθο ήρθε η εκλογική νίκη του Λαϊκού Μετώπου, σε συμμαχία με τους κομμουνιστές. Η θλιβερή αυτή ιστορία της άγριας λιτότητας και της καταλήστευσης των μισθών αποδείχθηκε στο τέλος χωρίς νόημα. Και έσπρωξε τη Γαλλία επικίνδυνα κοντά στον εμφύλιο σπαραγμό. Ωστόσο, το αυτονόητο είναι πως ουδείς Ελληνας θέλει η χώρα του να γίνει Βουλγαρία ή Ρουμανία – μπορεί να μην ξέρει πώς θα το αποφύγει, αλλά σίγουρα δεν το θέλει. Με αποτέλεσμα, κάτι που θα μπορούσε να διατυπωθεί ως εθνικό σχέδιο να κυκλοφορεί απλώς ως πείσμα ή φασαρία. Αν θέλουν να αυτοκτονήσουν (κι εμείς μαζί τους…) μπορούν να αδρανήσουν στο ενδεχόμενο να γίνουμε «προσεχώς Βουλγάρες!», αλλά είναι σίγουρο ότι θα μας στείλουν στην αγκαλιά του Τσίπρα. Αν θέλουν να σωθούν (κι εμείς μαζί τους…) χρειάζεται να παρουσιάσουν μιαν άλλη προοπτική από αυτήν που εφαρμόζεται τρία χρόνια από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το ΔΝΤ. Αλλος, τρίτος δρόμος δεν υπάρχει.
Από την αρχή της κρίσης, ουδέποτε υπήρξε «ελληνικό σχέδιο» για την αντιμετώπισή της. Τόσο η μονοκομματική κυβέρνηση Παπανδρέου όσο και η δικομματική κυβέρνηση Παπαδήμου και η τρικομματική κυβέρνηση Σαμαρά διαπραγματεύονταν διαρκώς με την πλάτη στον τοίχο τα σχέδια που εκπονούσαν για λογαριασμό μας οι δανειστές. Έτσι, υποχρεώθηκαν να συζητούν στη βάση του πλαισίου που έθεταν οι άλλοι, με τη λογική των άλλων και με τις επιλογές ή τους εκβιασμούς των άλλων. Επί της ουσίας, δεν είχαν τίποτε να αντιτείνουν. Αλλά και αν είχαν, στερούνταν την αξιοπιστία για να το επιβάλουν. Εκ των πραγμάτων, λοιπόν, κατασκεύασαν έναν μονόδρομο, από τον οποίο απεδείχθη σχεδόν αδύνατον να απομακρυνθούν. Τον μονόδρομο που οδηγεί στη Βουλγαρία.
Ο αριθμός των νεόπτωχων έχει αυξηθεί δραματικά, οι αυτοκτονίες είναι καθημερινό φαινόμενο, οικογένειες διαλύονται, η ανεργία είναι πάνω από 27%. Η κοινωνική αναταραχή δεν είναι απαραίτητο ότι σημαίνει πόλεμο στους δρόμους, ξύλο, συγκρούσεις με την αστυνομία κ.λπ. Μπορεί να σημαίνει άρνηση πληρωμής –όχι γιατί δεν θέλουν, αλλά γιατί δεν μπορούν να πληρώσουν– φόρων και άλλων χρεών. Ετσι, τα ταμεία θα «κρασάρουν», η οικονομία θα διαλυθεί και… γαία πυρί μειχθήτω.
Ζέζα Ζήκου