Σύμφωνα με το Άρθρο 22.1. του Συντάγματος «Η εργασία αποτελεί δικαίωμα και προστατεύεται από το Κράτος, που μεριμνά για τη δημιουργία συνθηκών απασχόλησης όλων των πολιτών και την ηθική και υλική εξύψωση του εργαζόμενου αγροτικού και αστικού πληθυσμού»....
Βεβαίως αυτό αποτελεί σχήμα οξύμωρο σε μία χώρα όπου ένας στους δύο νέους παραμένει άνεργος, τρεις στους δέκα πολίτες βρίσκονται στα όρια της Φτώχειας, ενώ και ο κατώτατος μηνιαίος μισθός πλέον ορίζεται σε λιγότερο από 500 ευρώ. Όλα τα παραπάνω μας επιτρέπουν να ....... ....ασκήσουμε έντονη κριτική στο ρόλο του Κράτους και στον τρόπο που ερμηνεύονται ακόμη και τα πιο θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα όπως αυτά της Ελευθερίας, της Ισότητας και της Εργασίας.
Η ανεργία ως “σημείο ισορροπίας” της Οικονομίας.
Η ανεργία φυσικά αποτελεί «βραδυφλεγή βόμβα στα θεμέλια της καπιταλιστικής οικονομίας» καθώς φέρνει στην επιφάνεια όλα τα κακώς κείμενα και τις αδικίες του συστήματος. Σε περιόδους μάλιστα παρατεταμένης υψηλής ανεργίας γίνεται ευκολότερα αντιληπτό πως ο καταμερισμός του Πλούτου βάσει της εργασίας αποτελεί φενάκη και πως στην πραγματικότητα ο Πλούτος μοιράζεται κυρίως μεταξύ αυτών που κατέχουν τη Γη, τα Τεχνολογικά Μέσα, τα Μέσα Παραγωγής κοκ., δηλαδή σε αυτούς που κατέχουν ήδη το μεγαλύτερο κομμάτι του Δημόσιου Πλούτου.
Με άλλα λόγια η ανεργία σε μία καπιταλιστική οικονομία δεν είναι κάποιο ανεξήγητο φυσικό φαινόμενο, αλλά μία τελική έκφραση (αποτέλεσμα) των δράσεων του «αόρατου χεριού» που κινεί την οικονομία και όχι ένα πρόβλημα που προσπαθεί αυτό να λύσει. Για την ακρίβεια, το μόνο πρόβλημα που αποζητά λύση σε μία ελεύθερη αγορά είναι με ποιο τρόπο θα αυξηθούν τα κέρδη του καθενός, ενώ η ανεργία αποτελεί όντως πρόβλημα μόνο από τη στιγμή που απειλεί τα οικονομικά συμφέροντα περισσότερο της άρχουσας και λιγότερο της πλειοψηφικής τάξης.
Η έλλειψη αυτάρκειας ως θεμέλιος λίθος της ανισότητας.
Σε μία κοινωνία όπου η αυτάρκεια είναι δεδομένη, η διανομή του Πλούτου θα μπορούσε να γίνει βάσει ενός άλλου ακόμη πιο βασικού ανθρώπινου δικαιώματος, αυτού της Ισότητας των ανθρώπων. Παρόλα αυτά η θέσπιση της Εργασίας ως «αναφαίρετου» δικαιώματος πραγματοποιήθηκε κάτω από συνθήκες πολύ διαφορετικές από τις σημερινές και κύρια από αυτές ήταν σαφέστατα η έλλειψη αυτάρκειας, χωρίς να παραγνωρίζεται φυσικά και ο ρόλος της τότε άρχουσας τάξης.
Ως αυτάρκεια θα μπορούσαμε να ορίσουμε την κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάποιος όταν μπορεί να υπάρχει με αυτά που ήδη έχει. Στον καπιταλισμό η μόνη επιλογή που διαθέτει κάποιος που βρίσκεται αντιμέτωπος με την έλλειψη (μη αυτάρκεια) είναι να ανταλλάξει κάτι αστείρευτο, κάτι που διαθέτει σε μία σχετική αφθονία ή κάτι που είναι χρήσιμο σε κάποιον άλλον.
Η “οικειοθελής εργασία” ως υποχρεωτική στέρηση της Ελευθερίας.
Αν τώρα κάποιος δεν είχε την τύχη να είναι ήδη κάτοχος κάποιου περιουσιακού στοιχείου που θα μπορούσε να του αποφέρει κέρδος, τότε το μόνο που διαθέτει είναι ο χρόνος του και οι τεχνικές, γνωστικές ή άλλες ικανότητές του. Και φυσικά σε αυτή την περίπτωση η λύση στο πρόβλημα της «φτώχειας» του έρχεται λ.χ. από τον ιδιοκτήτη της Γης, ο οποίος του προσφέρει εργασία με κάποιο χρηματικό ή οποιοδήποτε άλλο «κοινά αποδεκτό» οικονομικό αντάλλαγμα.
Η εργασία όμως αποτελεί το μόνο όχημα που μπορεί να οδηγήσει στην παραγωγή Πλούτου, άρα και η ατομική ιδιοκτησία ως κατοχύρωση του Πλούτου σε κάποιον μπορούμε να πούμε πως αποτελεί αντικειμενοποιημένη (ρευστοποιημένη) εργασία, κάτι που σημαίνει πως η Γη και η παραγωγή της είναι λογικότερο και δικαιότερο να ανήκουν σε αυτόν που την καλλιεργεί, παρά σε εκείνον που απλώς την κατέχει, καθώς η ιδιοκτησία – σε αντίθεση με την εργασία – δεν παράγει Πλούτο. Οτιδήποτε πέραν τούτου συνιστά αφόρητη αδικία, την οποία δυστυχώς σήμερα αποδεχόμαστε ως θέσφατο.
Από τη μία λοιπόν η αναγκαστική εργασία, δηλαδή η δουλεία, θεωρείται πως παραβιάζει το δικαίωμα στην Ελευθερία, κι από την άλλη η διανομή του Πλούτου εικάζεται πως γίνεται βάσει αυτής. Κατά συνέπεια, αν κάποιος που δεν κατέχει κάποιο εκμεταλλεύσιμο περιουσιακό στοιχείο επιθυμεί να λάβει μερίδιο του συνολικού Δημόσιου Πλούτου θα πρέπει να εργαστεί. Με αυτόν τον τρόπο θυσιάζεται μέρος της ελευθερίας του καθενός μας στο βωμό της εξάλειψης της φτώχειας μας και φυσικά στο βωμό του κέρδους αυτών που ήδη σφετερίστηκαν τον Δημόσιο Πλούτο πριν από εμάς.
Ωστόσο, ο Πλούτος σήμερα – χάρη και στην Τεχνολογία – φτάνει και περισσεύει για όλους. Γιατί λοιπόν υπάρχει ακόμη φτώχεια; Πρόκειται μήπως για κάποια στρέβλωση του οικονομικού μοντέλου ή μήπως αυτή είναι η φύση του ίδιου του μοντέλου; Για το θέμα αυτό έχουν γραφτεί χιλιάδες σελίδες, ωστόσο ο καπιταλισμός παράγει όλο και περισσότερη φτώχεια μέσω της εκμετάλλευσης του λεγόμενου προλεταριάτου (μεσαία τάξη, μικρομεσαίοι, εργάτες, μισθωτοί κοκ.) που – παρά τη ραγδαία αύξηση των τεχνολογικών Μέσων – καλείται να εργάζεται χωρίς αντίστοιχα να απολαμβάνει το ανάλογο μερίδιο του Πλούτου για την παραγωγή του οποίου είναι ο κύριος συντελεστής και απλώς για να μπορέσει να καλύψει ακόμη και τις πιο βασικές του ανάγκες.
Οι άνθρωποι λοιπόν σήμερα φορούν στολές, κουστούμια και γραβάτες, κρατούν χαρτοφύλακες και laptop, αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτε περισσότερο από δούλοι οι οποίοι εργάζονται για να πληρώσουν τη Γη που καλλιεργούν, το σπίτι που μένουν, το νερό που πίνουν, τα βιβλία που διαβάζουν, τη μουσική που ακούν κοκ.
Ο ορισμός της δουλείας
Αν συνυπολογίσουμε πως υπάρχουν άνθρωποι ή, ακόμη χειρότερα, εταιρίες των οποίων ο πλούτος δε μπορεί να αποκτηθεί όσο και να δουλέψει κάποιος, φτάνουμε εκ νέου στο συμπέρασμα πως η κατανομή του Πλούτου σε ένα καπιταλιστικό καθεστώς γίνεται κυρίως βάσει του ποιος διαθέτει ήδη το Δημόσιο Πλούτο. Όποιος δε διαθέτει μέρος αυτού είναι ΥΠΟΧΡΕΩΜΕΝΟΣ να εργαστεί, καθώς η εργασιακή του ικανότητα είναι το μόνο εν δυνάμει περιουσιακό στοιχείο που διαθέτει και το οποίο «ρευστοποιεί» μέσω της εργασίας. Το γεγονός όμως πως κάποιος είναι υποχρεωμένος να εργαστεί για να καλύψει ακόμη και τις βασικές του ανάγκες είναι κάτι που καταλύει εμπράκτως το δικαίωμα της Ελευθερίας και επιβεβαιώνει την αποδοχή της δουλείας ως υποχρεωτική εργασία. Αντιστρόφως, ένας άνεργος που δεν κατέχει άλλο εκμεταλλεύσιμο περιουσιακό στοιχείο είναι καταδικασμένος να επιλέξει μεταξύ δουλείας και φτώχειας, κάτι που παραβιάζει το θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα της Ισότητας.
Προτάσεις
Ίσως κάποιος να αναρωτιέται τι καλύτερο θα μπορούσε να γίνει από το να επιλέξουμε μεταξύ φτώχειας και δουλείας. Η απάντηση είναι πως κατ’ αρχάς οφείλουμε στους εαυτούς μας και στα παιδιά μας να διαχωρίσουμε τα αγαθά σε δημόσια και μη. Δημόσια αγαθά θα έπρεπε να θεωρούνται αυτά, χωρίς τα οποία δε θα μπορούσαμε να επιβιώσουμε (Γη, αέρας, νερό, κατοικία, βασική τροφή, βασική ένδυση κοκ.).
Σε αυτά θα μπορούσαμε να προσθέσουμε αγαθά, χωρίς τα οποία η ζωή μας θα ήταν φανερά δυσκολότερη (Παιδεία, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, κοινωνική μέριμνα, φροντίδα ΑμΕΑ και ηλικιωμένων, ενέργεια, καύσιμα, τηλεπικοινωνίες, μεταφορές κοκ.), ενώ οτιδήποτε εκτός των παραπάνω θα μπορούσε είτε να αντιμετωπισθεί με τον ίδιο τρόπο (διανομή του Πλούτου βάσει της Ισότητας), είτε να θεωρηθεί ιδιωτικό αγαθό, για την απόκτηση του οποίου κάποιος πρέπει να εργαστεί (δηλ. διανομή μόνο του ΙΔΙΩΤΙΚΟΥ Πλούτου βάσει της Εργασίας).
Μόνο τότε θα μπορούσε κάποιος να ζει πραγματικά ελεύθερος και με μία σχετική οικονομική ευμάρεια. Από το σημείο αυτό κι έπειτα ο καθένας θα μπορούσε να αποφασίσει βάσει των επιπρόσθετων (ιδιωτικών) αναγκών που επιθυμεί να ικανοποιήσει, μέχρι ποιο βαθμό ελευθερίας του είναι διατεθειμένος να θυσιάσει, κάτι που καθιστά την εργασία πραγματικό δικαίωμα και όχι υποχρέωση.
Βεβαίως η παραπάνω υπεραπλουστευμένη πρόταση σημαίνει κατάλυση του δικαιώματος της ατομικής ιδιοκτησίας Γης και λοιπής ακίνητης περιουσίας (άρα και των Μέσων Παραγωγής, των Τεχνολογικών Μέσων κοκ.) και επιτρέπει σε όλους να έχουν ένα σπίτι με ηλεκτρικό ρεύμα, νερό, αποχέτευση και τηλεπικοινωνίες. Το αν αυτό είναι εφικτό ή όχι, θα αφήσω να το συνομολογήσουν το σύνολο των αστέγων και το σύνολο των κατά πολύ περισσοτέρων ακατοίκητων ή εγκαταλελειμμένων εστιών σε όλο τον κόσμο.
Η παραπάνω πρόταση συνεπάγεται εκτός από κοινωνικοποίηση της Γης, των Μέσων Παραγωγής, των ενεργειακών πόρων και των Τεχνολογικών Μέσων, κοινωνικοποίηση επίσης των Επιστημών και των Τεχνών, καθώς θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε πως χωρίς αυτές η ζωή του ανθρώπου θα ήταν αφόρητη.
Είναι όμως πιθανόν ο όρος «κοινωνικοποίηση» στα αυτιά κάποιων να ακούγεται ως «κρατικοποίηση», άποψη που μόνο κατά το ήμισυ είναι σωστή.
Μία μορφή κοινωνικοποίησης είναι αυτή που εφαρμόστηκε κατά τα κομουνιστικά καθεστώτα, δηλαδή μεταφορά του Πλούτου από τους ιδιώτες στο Κράτος. Η μόνη πραγματική κοινωνικοποίηση όμως είναι αυτή, κατά την οποία ο δημόσιος Πλούτος μεταφέρεται σε όλους και – όπου αυτό είναι δυνατόν – χωρίς ενδιάμεσους κρίκους, γεγονός που καταλύει συν τοις άλλοις το Κράτος και τη Δημοκρατία όπως την ξέρουμε.
Η σημερινή αστική Δημοκρατία που λανθασμένα θεωρείται ως το καλύτερο μοντέλο διακυβέρνησης, στην πραγματικότητα δεν είναι καν Δημοκρατία. Η μόνη Δημοκρατία που υπάρχει είναι η άμεση Δημοκρατία, ενώ η έμμεση, κοινοβουλευτική, αντιπροσωπευτική, βασιλευόμενη, προεδρική ή προεδρευόμενη, αποτελούν Δημοκρατίες μονάχα κατ’ ευφημισμό και δεν είναι τίποτε άλλο από ολιγαρχικά εξουσιαστικά καθεστώτα, προσαρμοσμένα στις ανάγκες της άρχουσας τάξης, όσων δηλαδή κατέχουν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο το Δημόσιο Πλούτο.
Επίλογος
Σχετικά με τον τρόπο, με τον οποίο θα μπορούσαμε να οδηγηθούμε στο μοντέλο στο οποίο αναφέρομαι παραπάνω έχουν επίσης γραφτεί χιλιάδες σελίδες (δικτατορία του προλεταριάτου, επαναστατική δράση, σοσιαλδημοκρατία, κομουνισμός, κοινοβουλευτική δράση, πολιτική ανυπακοή κοκ.). Ωστόσο, ο μόνος τρόπος που με μία σχετική βεβαιότητα θα μπορούσε να μας οδηγήσει σε ένα καθεστώς Ελευθερίας, είναι η Αυτοοργάνωση.
Και Αυτοοργάνωση σημαίνει να παίρνεις τις τύχες σου στα χέρια σου, να συναποφασίζεις με ανθρώπους που έχουν κοινά με εσένα συμφέροντα και ιδανικά, να αρνείσαι την υποταγή σε οποιοδήποτε εξουσιαστικό καθεστώς.
Αν τώρα η Αυτοοργάνωση απαιτεί βία ή πασιφισμό, αν απαιτεί χρήση και εκμετάλλευση του υπάρχοντος νομικού πλαισίου ή παράκαμψή του και ανυπακοή, δεν αποτελεί μέρος του ορισμού της, αλλά διαφορετικούς τρόπους εφαρμογής και λειτουργίας της που κατά περίπτωση μπορούν να κριθούν αναγκαίοι ή περιττοί. Η δική μου απάντηση λοιπόν είναι απλώς «Αυτοοργάνωση για έναν καλύτερο κόσμο».
Arkan